Του Κώστα Ράπτη
Στην ομιλία του την Παρασκευή στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξέθεσε μια ειρηνευτική πρόταση για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία με τους όρους που θα μπορούσε να αποδεχθεί η Μόσχα.
Τα κύρια σημεία αυτής της πρότασης συνίστανται αφενός στη δέσμευση της Ουκρανίας να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και αφετέρου στην αναγνώριση από το Κίεβο (και την διεθνή κοινότητα) των “νέων πραγματικοτήτων”, ήτοι της προσάρτησης στη Ρωσία, πέραν της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης, των “Λαϊκών Δημοκρατιών” του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, καθώς και των επαρχιών της Χερσώνας και του Ζαπορόζιε – και μάλιστα στα διοικητικά σύνορα που αυτές είχαν ως ουκρανικές περιφέρειες, μολονότι ο ρωσικός στρατός δεν τις ελέγχει πλήρως αυτή τη στιγμή.
Αξιοσημείωτα στοιχεία της ομιλίας Πούτιν αποτελούν επίσης η επισήμανση ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για “πάγωμα”, αλλά για “τερματισμό” της σύγκρουσης, καθώς και ο ισχυρισμός ότι βάσει του ουκρανικού συντάγματος η προεδρία Ζελένσκι έχει εκπνεύσει και δεν διαθέτει νομιμοποίηση και άρα μόνος νόμιμος συνομιλητής τον οποίο αναγνωρίζει η Μόσχα είναι το κοινοβούλιο της Ουκρανίας.
Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα θεωρήσει ως προληπτική επικοινωνιακή αντεπίθεση στη διεθνή διάσκεψη για το Ουκρανικό, η οποία συνεκλήθηκε την επομένη στην Ελβετία, με τη συμμετοχή 91 κρατών.
Και μολονότι η ίδια η διάσκεψη είχε από την πλευρά της κατεξοχήν επικοινωνιακό περιεχόμενο (εφόσον δεν νοείται γνήσια ειρηνευτική πρωτοβουλία στην οποία να μην καλείται ο ένας από τους αντιμαχόμενους), η Ρωσία είχε με έναν τρόπο θορυβηθεί, λόγω του γεγονότος ότι σημαντικές τρίτες χώρες, με τις οποίες έχει φιλικές σχέσεις, λ.χ. η Ινδία και η Βραζιλία, είχαν συμφωνήσει να μεταβούν στην Ελβετία, καταδεικνύοντας τη φιλοδοξία τους για αναβαθμισμένο ρόλο στα διεθνή ζητήματα και για επίδειξη στρατηγικής αυτονομίας.
Στο γνωστό υπερφίαλο ύφος του, μάλιστα, ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας είχε προειδοποιήσει δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τους σημαντικούς αυτούς εταίρους της Ρωσίας ότι η συμμετοχή τους στη διεθνή διάσκεψη θα αποτελούσε εχθρική ενέργεια.
(Ο ίδιος σχολίασε την πρόταση που παρουσίασε την Παρασκευή ο Πούτιν ως την τελευταία και πιο γενναιόδωρη του είδους, εφόσον, όπως υποστήριξε, μετά από αυτήν μόνο μια πρόταση συνθηκολόγησης μπορεί να ακολουθήσει).
Στην πραγματικότητα, χώρες όπως η Κίνα και η Σαουδική Αραβία απέφυγαν όντως να παραστούν στη διάσκεψη της Ελβετίας, ενώ 11 από τις παριστάμενες, μεταξύ των οποίων η Ινδία και η Βραζιλία, απέφυγαν να υπογράψουν την τελική της δήλωση. Η διαπίστωση της Ελβετίδας προέδρου ότι “εκφράσθηκαν διαφορετικές απόψεις” υπήρξε εύγλωττη, και πάντως απέχουμε πολύ από μία εικόνα διεθνούς συσπείρωσης γύρω από τις θέσεις της Δύσης. (Το ότι συνυπογράφουν ξεχωριστά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σαν να αποτελούσε φορέα άσκησης διπλωματίας, μπορεί να συντελεί στην “ευημερία των αριθμών”, αλλά δεν είναι δείκτης πραγματικής απήχησης).
Αλλά και η κοινή δήλωση, καίτοι κατονομάζει ασφαλώς τη Ρωσία ως υπαίτια της σύγκρουσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιθετική στο πνεύμα της, καθώς περισσότερο εστιάζει σε γενικές αρχές και σε ζητήματα ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος, καταλήγοντας μάλιστα σε δέσμευση για την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών, με… συμμετοχή αυτή τη φορά όλων των μερών.
Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο αγώνα τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας να κατακτηθεί η εύνοια του Παγκόσμιου Νότου, ο οποίος όμως έχει τα δικά του σχέδια να πρωταγωνιστήσει στη διπλωματική επίλυση της κρίσης. Το ότι η Κίνα και η Βραζιλία παρουσίασαν τον προηγούμενο μήνα κοινό σχέδιο έξι σημείων για το Ουκρανικό, εξηγεί τη στάση τους σε ό,τι αφορά τη διάσκεψη της Ελβετίας και δρομολογεί επάλληλους κύκλους διπλωματικής κινητικότητας, με ορίζοντα τη Σύνοδο της G20 το φθινόπωρο.
Αλλά για τους κύριους πρωταγωνιστές όλο αυτό δεν αποτελεί παρά ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών για την κλιμάκωση της σύγκρουσης που φαντάζει αναπόφευκτη μέσα στο καλοκαίρι.