ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΝΤ προς Κεντρικές Τράπεζες: Μην βιαστείτε να μειώσετε τα επιτόκια – Ο πληθωρισμός είναι ακόμη ζωντανός

Οι προσδοκίες ότι η διαδικασία μείωσης του παγκόσμιου πληθωρισμού εισέρχεται στο “τελευταίο μίλι” του και η νομισματική πολιτική θα χαλαρώσει έχουν οδηγήσει σε άνοδο τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως από τον περασμένο Οκτώβριο, επισημαίνει το ΔΝΤ στην έκθεση για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα Global Financial Stability Report.

Πολλές αναδυόμενες αγορές έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα και ορισμένες frontier οικονομίες έχουν εκμεταλλευτεί την έντονη διάθεση ανάληψης ρίσκου για την έκδοση διεθνούς χρέους. Η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ολοένα και πιο πιθανό να επιτύχει μια ήπια προσγείωση και οι ρωγμές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που εκτίθενται από τα υψηλά επιτόκια δεν έχουν υποστεί περαιτέρω ρήξη. Παράλληλα, οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έχουν υποχωρήσει. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί κίνδυνοι σε αυτό το τελευταίο μίλι, όπως τονίζει το Ταμείο.

Σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι

Οι τιμές των εμπορικών ακινήτων (CRE) μειώθηκαν κατά 12% παγκοσμίως το περασμένο έτος σε πραγματικούς όρους εν μέσω αυξανόμενων επιτοκίων και διαρθρωτικών αλλαγών μετά την πανδημία COVID-19, με τους κλάδους των γραφείων των ΗΠΑ και της Ευρώπης να έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη πτώση. Αν και οι τράπεζες φαίνονται σε καλή θέση για να απορροφήσουν συνολικά τις απώλειες CRE, ορισμένες χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες πιέσεις δεδομένου ότι οι τράπεζές τους κατέχουν μεγάλα ποσά δανείων CRE, ειδικά εάν αυτές οι συμμετοχές συγκεντρώνονται σε τμήματα CRE που παρουσιάζουν χαμηλή ζήτηση, επισημαίνει το ΔΝΤ. Ορισμένες τράπεζες θα μπορούσαν μάλιστα να υποστούν μεγαλύτερες απώλειες από άλλες, σε ορισμένες περιπτώσεις που επιδεινώνονται από ζητήματα όπως η λιγότερο σταθερή χρηματοδότηση.

Οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να προσαρμόζονται πτωτικά στις περισσότερες χώρες, αλλά γενικά παραμένουν πάνω από τα επίπεδα πριν την πανδημία. Οι μειώσεις στις πραγματικές τιμές των κατοικιών οφείλονται στα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων και ήταν πιο έντονες στις προηγμένες οικονομίες (–2,7% σε ετήσια βάση) από ό,τι στις αναδυόμενες αγορές (–1,6%). Ωστόσο, οι δείκτες βιωσιμότητας του χρέους των νοικοκυριών βρίσκονται σε μέτρια επίπεδα παγκοσμίως και η αύξηση των αθετήσεων των στεγαστικών δανείων για κατοικίες εξακολουθεί να αποτελεί κίνδυνο.

Επιπλέον, επισημαίνει το ΔΝΤ, η μεταβλητότητα έχει υποχωρήσει σε πολυετή χαμηλά για τις περισσότερες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, αντανακλώντας πιθανώς την αυξημένη αισιοδοξία ότι ο παγκόσμιος κύκλος αύξησης των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος του. Η χαμηλή μεταβλητότητα έχει κρύψει ωστόσο το γεγονός ότι οι χρηματοοικονομικές συνθήκες ανταποκρίνονται περισσότερο σε αυτόν τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων από ό,τι σε προηγούμενους κύκλους στις ανακοινώσεις οικονομικών δεδομένων, ιδιαίτερα στις ανακοινώσεις των στοιχείων του πληθωρισμού. Συνεπώς, σημαντικές εκπλήξεις από το μέτωπο του πληθωρισμού θα μπορούσαν να αλλάξουν απότομα το επενδυτικό κλίμα, αποσυμπιέζοντας γρήγορα την αστάθεια των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και προκαλώντας ταυτόχρονες αντιστροφές τιμών, προκαλώντας έτσι μια απότομη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών, προειδοποιεί το ΔΝΤ.

Μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι

Πέρα από αυτές τις πιο άμεσες ανησυχίες, μεσοπρόθεσμες ευπάθειες δημιουργούνται στο τελευταίο αυτό μίλι, επισημαίνει το ΔΝΤ. Τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό χρέος συνεχίζει να συσσωρεύεται σε προηγμένες οικονομίες και αναδυόμενες αγορές, γεγονός που θα μπορούσε να επιδεινώσει τα δυσμενή σοκ και να επιδεινώσει κινδύνους για την ανάπτυξη στην πορεία.

Οι μεγάλες αναδυόμενες αγορές συνεχίζουν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα. Με τις κεντρικές τράπεζες να έχουν αυστηροποιήσει επιθετικά και νωρίς την πολιτική τους, ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά, επιτρέποντας σε ορισμένες χώρες να ξεκινήσουν τους κύκλους μείωσης των επιτοκίων. Σε αυτή τη συγκυρία, το βασικό ερώτημα είναι εάν η ανθεκτικότητα των αναδυόμενων αγορών βρίσκεται σε σημείο καμπής, επισημαίνει το ΔΝΤ. Για παράδειγμα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επενδυτές επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Με τα επιτόκια και τα ελλείμματα να εξακολουθούν να είναι υψηλά, ο πληθωρισμός να μειώνεται και η ανάπτυξη να μετριάζεται, περισσότερες αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν επί του παρόντος υψηλό πραγματικό κόστος αναχρηματοδότησης σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη.

Παράλληλα, η ύφεση της αγοράς κατοικίας της Κίνας έχει δείξει ελάχιστα σημάδια ότι έχει αγγίξει τα χαμηλά της. Παρόλο που οι μειώσεις στις τιμές των νέων κατοικιών ήταν μέτριες σε σύγκριση με τα επεισόδια διόρθωσης στις αγορές στέγασης σε άλλες χώρες, οι υφιστάμενες τιμές κατοικιών και τα μέτρα δραστηριότητας, όπως οι εκκινήσεις, οι πωλήσεις και οι επενδύσεις σε ακίνητα έχουν μειωθεί απότομα. Η ύφεση στις κινεζικές αγορές ακινήτων και μετοχών έχει προκαλέσει μεγάλες απώλειες σε τμήματα του κλάδου διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Κίνας, οι οποίες θα μπορούσαν να επεκταθούν στις αγορές ομολόγων και χρηματοδότησης. Τα βήματα που έχουν λάβει οι αρχές για τη σταθεροποίηση των αγορών από το τρίτο τρίμηνο του 2023 δεν έχουν αλλάξει ακόμα το κλίμα, τονίζει το ταμείο.

Επίσης, τα εταιρικά πιστωτικά spreads έχουν μειωθεί από τον Οκτώβριο του 2023, αν και η πρόσφατη αύξηση των εταιρικών κερδών φαίνεται να χάνει τη δυναμική στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Την ίδια ώρα, τα αποθέματα ρευστότητας μετρητών για επιχειρήσεις σε προηγμένες οικονομίες και αναδυόμενες αγορές διαβρώθηκαν περαιτέρω το 2023, λόγω των ακόμη υψηλών παγκόσμιων επιτοκίων. Παράλληλα, σημαντικά ποσά εταιρικού χρέους θα λήξουν το επόμενο έτος σε όλες τις χώρες με επιτόκια σημαντικά υψηλότερα από τα υπάρχοντα κουπόνια, γεγονός που θα μπορούσε να καταστήσει την αναχρηματοδότηση δύσκολη.

Επιπλέον, ορισμένες προηγμένες οικονομίες πιθανότατα θα απαιτήσουν μεγάλες εκδόσεις κρατικών ομολόγων για να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Με την Τράπεζα της Αγγλίας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Fed να πραγματοποιούν ποσοτική σύσφιξη με ετήσιους ρυθμούς 100 δισεκατομμυρίων λιρών, 212 δισεκατομμυρίων ευρώ και 780 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αντίστοιχα, μαζί με τα προγράμματα ποσοτικής σύσφιξης που εφαρμόζουν άλλες κεντρικές τράπεζες, ο η βάση των αγοραστών των κρατικών ομολόγων έχει αλλάξει. Οι περισσότεροι νέοι αγοραστές κρατικών ομολόγων, όπως τα hedge funds, είναι αναμφισβήτητα πιο ευαίσθητοι στις τιμές και πιο προσαρμοσμένοι στη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό υποδηλώνει μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές ομολόγων μεσοπρόθεσμα. Ορισμένες χώρες μπορεί να δυσκολευτούν όλο και περισσότερο να εξυπηρετήσουν το ανεξόφλητο δημόσιο χρέος, γεγονός που οδηγεί στο ότι “το χρέος γεννά περισσότερο χρέος”, προειδοποιεί το Ταμείο.

Επίσης, όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, η πλειοψηφία των τραπεζών έδειξε ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της αναταραχής του Μαρτίου 2023. Τα ισχυρά αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας και η βελτιωμένη κερδοφορία έχουν ανεβάσει τις τιμές των τραπεζικών μετοχών σε όλες τις χώρες από τότε. Κοιτάζοντας το μέλλον, ωστόσο, οι βασικοί δείκτες κινδύνου του ΔΝΤ υποδηλώνουν ότι ένα υποσύνολο τραπεζών παραμένει ευάλωτο. Οι τράπεζες με συνολικό ενεργητικό 33 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή το 19% των παγκόσμιων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, έχουν παραβιάσει τουλάχιστον τρεις από τους πέντε βασικούς δείκτες κινδύνου. Οι κινεζικές και οι αμερικανικές τράπεζες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υποσυνόλου. Για ορισμένες κινεζικές τράπεζες, οι παραβιάσεις οφείλονται στη μείωση των δεικτών κεφαλαίου και τις ανησυχίες για την επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, ενώ ορισμένες μεγάλες περιφερειακές τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν πολλαπλές πιέσεις.

Τέλος, με την αυξανόμενη ψηφιοποίηση, τις εξελισσόμενες τεχνολογίες και τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, τα περιστατικά στον κυβερνοχώρο —ειδικά αυτά με κακόβουλη πρόθεση — αποτελούν αυξανόμενη ανησυχία για τη μακροοικονομική σταθερότητα. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένος στον κυβερνοχώρο και παρόλο που τα περιστατικά δεν ήταν συστημικά μέχρι σήμερα, απειλούν έντονα το χρηματοπιστωτικό σύστημα λόγω της έκθεσής του σε ευαίσθητα δεδομένα, της υψηλής συγκέντρωσης και της τεχνολογικής και οικονομικής διασύνδεσής του. Η καλύτερη νομοθεσία στον κυβερνοχώρο και οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο στις εταιρείες θα μπορούσαν να συμβάλουν στον μετριασμό των κινδύνων, αλλά τα πλαίσια πολιτικής σε αυτό το μέτωπο παραμένουν ανεπαρκή —ειδικά στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Συστάσεις πολιτικής – μήνυμα στις κεντρικές τράπεζες να μην βιαστούν

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ διαμηνύει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αποφύγουν την πρόωρη νομισματική χαλάρωση και να απωθήσουν κατάλληλα τις υπερβολικά αισιόδοξες προσδοκίες της αγοράς για μειώσεις των επιτοκίων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χαλάρωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών και να περιπλέξουν το τελευταίο μίλι του αποπληθωρισμού. Όπου η πρόοδος στον αποπληθωρισμό είναι αρκετή για να υποδηλώσει ότι ο πληθωρισμός κινείται με βιώσιμο τρόπο προς τον στόχο, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει σταδιακά να κινηθούν προς μια πιο ουδέτερη στάση πολιτικής.

Οι αρχές θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν τις προσπάθειες για τον περιορισμό των τρωτών σημείων του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων αγορών. Στην Κίνα, οι αυστηρές πολιτικές για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τομέα των ακινήτων είναι κρίσιμες.

Οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν κατάλληλα εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και των έγκαιρων διορθωτικών μέτρων, για να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες και τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι ανθεκτικά στις πιέσεις στα εμπορικά και οικιστικά ακίνητα και στην ύφεση του πιστωτικού κύκλου. Επίσης, περαιτέρω πρόοδος στα πλαίσια εξυγίανσης και η ετοιμότητα εφαρμογής τους είναι κρίσιμης σημασίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των αδύναμων ή πτωχευμένων τραπεζών, χωρίς να υπονομεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να διακυβεύονται τα δημόσια κεφάλαια.

Η ποσοτική σύσφιξη και η μείωση των ισολογισμών πρέπει να προχωρήσουν με προσοχή. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τα θέματα λειτουργίας της αγοράς και να κινητοποιηθούν για να αντιμετωπίσουν πιθανές πιέσεις της αγοράς. Η διασφάλιση ότι οι τράπεζες είναι έτοιμες να έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας και η έγκαιρη παρέμβαση για την αντιμετώπιση της πίεσης ρευστότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορεί να μετριάσει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Παράλληλα, δεδομένων των πιθανών κινδύνων της ταχέως αναπτυσσόμενης αγοράς ιδιωτικών πιστώσεων, οι αρχές θα πρέπει να εξετάσουν μια πιο προορατική εποπτική και ρυθμιστική προσέγγιση. Είναι βασικό να καλυφθούν τα κενά δεδομένων και να ενισχυθούν οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για την ολοκληρωμένη αξιολόγηση των κινδύνων, τονίζει το Ταμείο. Οι αρχές θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν τη διασυνοριακή ρυθμιστική συνεργασία και να κάνουν τις εκτιμήσεις κινδύνου συνεπείς σε όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς.

Τέλος, μια στρατηγική κυβερνοασφάλειας μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στον κυβερνοχώρο, συνοδευόμενη από αποτελεσματική ρύθμιση και εποπτική ικανότητα, καθώς και από βελτιωμένη αναφορά περιστατικών στον κυβερνοχώρο. Η παροχή κρίσιμων υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των διαταραχών είναι ζωτικής σημασίας για τον περιορισμό πιθανών ζημιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεδομένης της παγκόσμιας φύσης και των συστημικών επιπτώσεων των κυβερνοεπιθέσεων, ο διασυνοριακός συντονισμός είναι ζωτικής σημασίας.

Related posts

Στην τελική ευθεία το e-banking για τους κόκκινους δανειολήπτες

protothema.gr

Έρευνα ΕΛΙΑΜΕΠ για τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τη στρατηγική σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ

timesadmin

Νέα άνοδος για την τιμή του ρεύματος

timesadmin

Έρευνα ΕΑΕΕ: Ανοδικά τον Απρίλιο οι ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών

James Rollner

4η ακριβότερη στην Ευρώπη η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού το 2023

timesadmin

Ξεκινούν ξανά τα έργα επέκτασης του νότιου προβλήτα της κρουαζιέρας στον Πειραιά

protothema.gr