-|-
Μικρότερη από την αναμενόμενη, αλλά σε επίπεδα πάνω από το μέσο όριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα είναι η ανάπτυξη της οικονομίας για την περίοδο 2025 -2028 που καλύπτει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο που συζητείται σήμερα και στο Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης για το 2024 στο 2,2% από 2,5% και για το 2026 στο 2,3% από 2,6%, το ΕΔΣ σημειώνει ότι υποστηρίζει τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών και της Τράπεζας της Ελλάδας. Όπως τονίζεται, η αναθεώρηση αυτή αντικατοπτρίζει ένα πιο συνετό σενάριο αναφορικά με την εξέλιξη του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και της εγχώριας ζήτησης. Παράλληλα, ενώ ο πληθωρισμός σταθεροποιείται, οι τιμές ενέργειας, υπηρεσιών και τροφίμων παραμένουν ευμετάβλητες. Οι υψηλότερες αυτές τιμές μπορούν να περιορίσουν την καταναλωτική ζήτηση και να μειώσουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, επηρεάζοντας περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη.
Επιπλέον, η στατιστική επίδραση βάσης για το 2024, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη του τελευταίου τριμήνου του 2023, ήταν επίσης μικρότερη από την αναμενόμενη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι προβλέψεις του ΜΔΣ 2024 βασίζονται σε στοιχεία για την ισχνή ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2024 (ιδιαίτερα για μεγάλους εμπορικούς εταίρους της χώρας, όπως η Γερμανία) ενσωματώνοντας στις προβλέψεις την αβεβαιότητα για την ανάπτυξη των κρατών μελών και της Ελλάδας με επίδραση στη ναυτιλία, τον τουρισμό και τις εξαγωγές αγαθών.
Συμπερασματικά, η προς τα κάτω αναθεώρηση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το τρέχον έτος από 2,5% τον Απρίλιο σε 2,2% τον Σεπτέμβριο, πιθανότατα αντικατοπτρίζει συνδυασμό αυτών των εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων.
Μείωση του πληθωρισμού
Η βασική υπόθεση στην οποία στηρίζονται οι προβλέψεις του ΜΔΣ 2024 είναι η συνεχής μείωση του πληθωρισμού, στοχεύοντας στην ευθυγράμμιση με τον στόχο της ΕΚΤ (2,0%). Στο ΜΔΣ 2024, ο πληθωρισμός (Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, ΕνΔΤΚ) για το 2024 προβλέπεται να μειωθεί στο 2,8%. Η παραπάνω καθοδική πορεία του πληθωρισμού υποστηρίζεται και από τα τρέχοντα στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος πληθωρισμός επιβραδύνθηκε στο 3,0% το Α΄ εξάμηνο του 2024 από 5,1% το Α΄ εξάμηνο του 2023. Για το 2025, ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει πτωτικά στο 2,1%, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του ΠΣ 2024. Για τα επόμενα χρόνια έως το 2028, ο πληθωρισμός προβλέπεται να σταθεροποιηθεί στο 2,2%–2,3%.
Οι παραπάνω προβλέψεις του ΜΔΣ 2024 για το 2024 και το 2025 είναι συνεπείς με εκείνες των διεθνών οργανισμών, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 2,7%–3,0% για το 2024 και 2,1%–2,3% για το 2025 (βλ. Διάγραμμα 5). Ωστόσο, για το 2024 και σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα προβλέπεται υψηλότερος (2,8%) από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,5%), με το 2025 να αποτελεί τη χρονιά όπου θα συγκλίνουν στο χαμηλότερο επίπεδο του 2,1%.
Επενδύσεις
Σύμφωνα με το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο βασίζεται το ΜΔΣ 2024, οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης για το 2024 και το 2025 είναι οι επενδύσεις, υποστηριζόμενες από τα κεφάλαια του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), και η διατηρούμενη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω ευνοϊκών συνθηκών στην αγορά εργασίας
Αναλυτικότερα, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε απότομα κατά 4,4% στο Α΄ εξάμηνο του 2024, αντανακλώντας την απόσυρση των περισσότερων μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης Από την άλλη πλευρά, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε στο 2,0% στο Α΄ εξάμηνο και αναμένεται να διατηρήσει τη δυναμική της πορεία με ρυθμό ανάπτυξης 1,6% για το 2024 και 1,7% για το 2025.
Επιπλέον, αναμένεται ότι τα κεφάλαια από το ΤΑΑ θα έχουν θετική επίδραση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, με προβλεπόμενη αύξηση 6,7% για το 2024 και 8,4% για το 2025, αν και με πιο συγκρατημένη πορεία σε σύγκριση με τις προβλέψεις του ΚΠ 2024 (15,1% για το 2024). Συγκεκριμένα, τα ποσά επιχορηγήσεων και δανείων που έχουν χορηγηθεί μέχρι στιγμής στην ελληνική οικονομία μέσω του ΤΑΑ ανέρχονται σε 17,21 δισ. ευρώ από τα συνολικά 35,95 δισ. ευρώ (16,32% ως ποσοστό του ΑΕΠ).
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται αργά την περίοδο 2024-2025, παρά την παρατηρούμενη επιδείνωση τους πρώτους επτά μήνες του 2024, και παραμένει ένα από τα κύρια ζητήματα ανησυχίας, που θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, παραμένει ανθεκτική, με αύξηση της απασχόλησης, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό 1,2% το 2024 και 0,8% το 2025, και μείωση της ανεργίας (βλ. Διάγραμμα 6). Ωστόσο, βασικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές και η γεωργία, έχουν αρχίσει να αναφέρουν αυξανόμενες κενές θέσεις και ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων και τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής δημιουργούν εμπόδια στην αξιοποίηση τμημάτων του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Παρά το υψηλό επίπεδο ανεργίας και τις καλές προοπτικές απασχόλησης, υπάρχουν ενδείξεις ότι η πορεία της αγοράς εργασίας πιθανότατα θα παραμείνει περιορισμένη λόγω του κατακερματισμού της αγοράς. Οι ονομαστικές αποδοχές εξαρτημένης εργασίας αναμένεται να αυξηθούν, αν και με χαμηλότερο ρυθμό. Παραμένουν, όμως, σε επίπεδο που ξεπερνά τον πληθωρισμό, κυρίως λόγω ακαμψιών της αγοράς εργασίας και αυξήσεων τόσο του κατώτατου μισθού όσο και των μισθών του δημόσιου τομέα χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και η ιδιωτική κατανάλωση, θα χάσουν μέρος της δυναμικής τους. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη αυτές τις τάσεις βραδύτερου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, και να εντείνουν τις προσπάθειες για την τόνωση των επενδύσεων μέσω στοχευμένων διαρθρωτικών πολιτικών στην πλευρά της προσφοράς, οι οποίες θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και θα διευκολύνουν περισσότερες εξαγωγές αγαθών, αντίστοιχες με αυτές των υπηρεσιών.
Το ΕΔΣ αναφέρει ως κινδύνους για την οικονομία τους έντονους γεωπολιτικούς κινδύνους και τους κλυδωνισμούς των αγορών συστήνοντας συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.