Της Ελευθερίας Πιπεροπούλου
Την επανεμφάνισή της στην πλατφόρμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών έκανε η βίλα του Γεώργιου Γλου στην Καστέλλα.
Τα λεγόμενα “κάστρα” που είχαν χτίσει τα αδέρφια Γλου στην Καστέλλα, στις χρυσές εποχές της Glou, έχουν βρεθεί εδώ και καιρό στο “στόχαστρο” των πλειστηριασμών. Ο Αντώνης Γλου έχει χάσει ήδη τη δική του βίλα, η οποία άλλαξε χέρια το 2021, με τιμή κατακύρωσης τα 950.401 ευρώ, ήτοι ένα ευρώ πάνω από την τιμή εκκίνησης.
Για τη βίλα του Γιώργου Γλου, το σφυρί χτύπησε για άλλη μια φορά στις 12 Ιουλίου, χωρίς αποτέλεσμα. Υπενθυμίζεται ότι η τιμή πρώτης προσφοράς ήταν στα 3,3 εκατ. ευρώ, ενώ επισπεύδουσα ήταν η υπό ειδική εκκαθάριση Τράπεζα Probank.
Σημειωτέον ότι η βίλα των Γιώργου Γλου και Μαρίας Τριαντοπούλου πρωτοβγήκε στο σφυρί στις 23 Φεβρουαρίου 2022 και μετά στις 28 Ιουλίου 2022, με τιμή πρώτης προσφοράς τα 3,3 εκατ. ευρώ, χωρίς ωστόσο να εμφανιστεί ενδιαφερόμενος. Ο τρίτος πλειστηριασμός προγραμματίστηκε για τις 19 Οκτωβρίου 2022, με τιμή εκκίνησης το ποσό των 2,64 εκατ. ευρώ, αλλά τέθηκε σε αναστολή. Το ακίνητο ανέβηκε ξανά στην πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για τις 12 Ιουλίου 2023, με την τιμή εκκίνησης να επανέρχεται στα 3,3 εκατ. ευρώ.
Ο νέος πλειστηριασμός, εκ νέου με τιμή εκκίνησης τα 3,3 εκατ. ευρώ και επισπεύδουσα την Probank, έχει προγραμματιστεί – εάν δεν υπάρξει κάποια προσπάθεια αναστολής – για την 1η Νοεμβρίου 2023.
Το ακίνητο
Πρόκειται για μια τριώροφη οικοδομή με υπόγειο και κλειστό χώρο στάθμευσης, η οποία έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο επιφάνειας 329,143 τ.μ. και βρίσκεται επί της λεωφόρου Αλ. Παπαναστασίου 10 προς την πλευρά της θάλασσας. Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης, “η οικοδομή αυτή είναι συμβατικής κατασκευής με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα και οργανισμό πλήρωσης από οπτοπλινθοδομή. Έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά όπως πέτρα και μάρμαρο, είναι καλής αισθητικής, ενώ διαθέτει θέα προς τη θάλασσα”.
Από την άνοδο στην πτώση
Ο Αντώνης και ο Γιώργος Γλου ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους στον χώρο εμπορίας ενδυμάτων και αθλητικών ειδών, βασιζόμενοι στην πολυετή οικογενειακή εμπειρία του πατέρα τους, Δημήτρη Γλου. Η έναρξη της επιτυχημένης δραστηριότητας των αδερφών Γλου σηματοδοτείται από τη λειτουργία του πρώτου καταστήματος Glou στην οδό Τσαμαδού, στον Πειραιά, το οποίο άνοιξε το 1985. Το 1992 ήταν χρονιά – ορόσημο για την εξέλιξη του ομίλου, καθώς άνοιξαν επτά νέα καταστήματα Glou, τρία εκ των οποίων στο κέντρο της Αθήνας.
Το 1994 η εταιρεία απέκτησε την αντιπροσωπεία της Puma στην Ελλάδα. Τα δύο αδέρφια διέθεταν συνολικά ποσοστό 44% στην Puma Hellas, ενώ το υπόλοιπο 56% ανήκε στη μητρική εταιρεία Puma AG. Το 2006, η επιχείρηση περισσότερα από 60 καταστήματα εντός συνόρων, ενώ είχε επεκταθεί και σε Βουλγαρία, Αλβανία, Κύπρο και Ρουμανία. Ο τζίρος της εκείνη την εποχή έφτανε περί τα 120 εκατ. ευρώ και τα κέρδη τα 15 εκατ. ευρώ.
Τα πρώτα “σύννεφα” για την Glou εμφανίστηκαν το 2008, όταν η οικονομική κρίση στην Ελλάδα άρχισε να πλήττει άμεσα το λιανεμπόριο ειδών ένδυσης-υπόδησης. Οι πωλήσεις της εταιρείας συρρικνώθηκαν το 2009 περί τα 67 εκατ. ευρώ, έναντι 80 εκατ. ευρώ του 2008, ενώ παράλληλα κατέγραψε ζημιές ύψους περίπου 16 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 1,7 εκατ. ευρώ του 2008. Σύμφωνα με τον ισολογισμό του 2009, το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας ανερχόταν σε 117,3 εκατ. ευρώ, από 124,6 εκατ. ευρώ το 2008. Συνέπεια των παραπάνω ήταν να αρχίσει να συρρικνώνεται και το δίκτυο των καταστημάτων.
Η πραγματική κατρακύλα, ωστόσο, ξεκίνησε το 2010, όταν έληξε με επεισοδιακό τρόπο η συνεργασία με την Puma. Ο γερμανικός όμιλος κατηγόρησε τη διοίκηση της ελληνικής εταιρείας για υπεξαίρεση στην Puma Hellas που οδήγησε σε απομείωση 115 εκατ. ευρώ προ φόρων. Η εταιρεία μπήκε τότε στον Τειρεσία, ενώ ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και δεκάδες ακάλυπτες επιταγές. Προσωρινή σανίδα σωτηρίας στα αδέρφια προσέφερε τότε ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, με την Ρrobank να εξασφαλίζει δάνειο στους Γλου.
Ωστόσο, το 2013, η Puma Ελλάς ΑΕ εντάχθηκε στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, ενώ κάποιες μέρες πριν, είχε προηγηθεί η σύλληψη του Αντώνη Γλου για οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο, ύψους 765.000 ευρώ. Η εταιρεία κηρύχθηκε επίσημα σε πτώχευση το 2017, με ημερομηνία παύσης πληρωμών την 4η Μαρτίου 2015.