Την πεποίθησή του ότι η Ελλάδα αποτελεί πηγή έμπνευσης για την υπόλοιπη Ευρώπη σε τομείς όπως η οικονομική ανάπτυξη, η αύξηση της απασχόλησης, η μείωση του χρέους και η πράσινη πολιτική εκφράζει ο επίτροπος Κλίματος, Μηδενικού Ισοζυγίου Εκπομπών και Καθαρής Ανάπτυξης της Ε.Ε. Βόπκε Χούκστρα μιλώντας στο «ΘΕΜΑ».
Γνωρίζοντας πολύ καλά τόσο την Ελληνική Ιστορία (ο πατέρας του υπήρξε καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών) όσο και τη σύγχρονη, σκληρή, οικονομική πραγματικότητα, καθώς το 2017 διαδέχθηκε στο υπουργείο Οικονομικών της Ολλανδίας τον γνωστό μας Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο επίτροπος βρέθηκε στην Αθήνα, όπου και συναντήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τους υπουργούς Κυριάκο Πιερρακάκη και Σταύρο Παπασταύρου.
– Η Ε.Ε. υιοθέτησε την Πράσινη Συμφωνία το 2019 με υπερβολή αισιοδοξία. Κάποιοι λένε ότι σήμερα αυτή η «πράσινη αισιοδοξία» έχει μειωθεί λόγω γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων. Συμφωνείτε; Είναι σίγουρο ότι η γεωπολιτική έχει γίνει πολύ πιο περίπλοκη, και αυτό πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη στη διεθνή μας διπλωματία. Παρόλο που κανείς δεν χαίρεται με αυτό, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής θα παραμείνει μαζί μας για πολλά χρόνια. Χθες είδα από κοντά το εξαιρετικό έργο που κάνουν η κυβέρνηση και οι δήμοι εδώ στην Ελλάδα για την πρόληψη πυρκαγιών και μπορώ μόνο να συγχαρώ όσους έχουν επενδύσει σε αυτό.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη θα δει περισσότερες πυρκαγιές, πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, χρειαζόμαστε μια αλλαγή στάσης. Πρέπει να συνδυάσουμε την ανταγωνιστικότητα, την κλιματική δράση και την ανεξαρτησία με πολύ πιο ξεκάθαρο τρόπο. Αυτή είναι και η στρατηγική μας: συνδυασμός τομέων που συνήθως θεωρούνται ξεχωριστοί. Αν το κάνουμε σωστά, θα είναι και οικονομικά αποδοτικό.
– Ως πρώην υπουργός Οικονομικών στην Ολλανδία, μια χώρα με φιλελεύθερη οικονομική παράδοση, πώς ισορροπείτε την επιστημονική αναγκαιότητα για άμεση κλιματική δράση με τις πολιτικές πιέσεις για επιβράδυνση κάποιων κανόνων;
Η απανθρακοποίηση είναι απαραίτητη για τρεις λόγους: για την ανταγωνιστικότητα, για την κλιματική πολιτική και για την ανεξαρτησία. Είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μια βιομηχανική βάση μπορεί να είναι βιώσιμη χωρίς συμμετοχή στην ενεργειακή μετάβαση. Η Ελλάδα είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Το οικονομικό της προφίλ είναι εντυπωσιακό και συνδυάζει ηλεκτροποίηση και κλιματική δράση. Στην πράξη, υπερβαίνετε τους στόχους σας. Από 20% της ενέργειας από τις - το 2017 φτάσατε στο 50% και προβλέπεται να φτάσετε στο 80% το 2030. Αυτό ωφελεί και το κλίμα και τον καταναλωτή.
Επίσης, ο ρυθμός ενεργειακής ανακαίνισης κατοικιών είναι ανώτερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Αυτό αποδεικνύει ότι υπάρχει επιχειρηματικό μοντέλο για την πράσινη μετάβαση.
– Πώς έχει αλλάξει η Ελλάδα από τότε που ήσασταν υπουργός Οικονομικών και διαδεχτήκατε μάλιστα στο υπουργείο τον γνωστό μας Γερούν Ντάισελμπλουμ; Είχα εξαιρετική συνεργασία τόσο με τον κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο όσο και με τον κ. Χρήστο Σταϊκούρα. Εξετάζοντας τα στοιχεία σε τομείς όπως η οικονομική ανάπτυξη, η απασχόληση, το χρέος και η πράσινη πολιτική, δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον θαυμασμό μου. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό και αποτελεί πηγή έμπνευσης για την υπόλοιπη Ευρώπη.
– Πιστεύετε ότι η κλιματική πολιτική έχει πάρει πιο ιδεολογική κατεύθυνση; Ορισμένα κράτη-μέλη, αλλά ακόμα και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ζητούν επανεξέταση βασικών στόχων.
Δεν με απασχολεί η ιδεολογία, αλλά τα γεγονότα και η επιστήμη. Η Ευρώπη θερμαίνεται δύο φορές πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο πλανήτη – μιλάμε για +3°C κατά μέσο όρο. Οι ζημιές αγγίζουν τα 50-100 δισ. ευρώ ετησίως. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι ιδεολογία, είναι οικολογική, οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα. Χρειάζονται πολιτικές που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα, την κλιματική δράση και την ανεξαρτησία. Παράλληλα, απαιτείται πιο επιθετική κλιματική διπλωματία. Δεν μπορούμε μόνοι μας να λύσουμε το πρόβλημα – χρειάζεται πίεση σε χώρες όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ.
– Πώς θα αξιολογούσατε την πρόοδο της Ελλάδας στην πράσινη μετάβαση και ποιες πολιτικές ξεχωρίζουν ως θετικά παραδείγματα και ποιες ως αρνητικά;
Μπορώ μόνο να επαινέσω την ελληνική κυβέρνηση και επίσης την ελληνική κοινωνία για τη μακροπρόθεσμη οπτική της και για τον τρόπο που έχει προσεγγίσει αυτή την πολιτική. Η Ελλάδα υπεραποδίδει στους στόχους της. Και αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσα να πω για όλα τα κράτη-μέλη. Και ταυτόχρονα υπεραποδίδει σε όρους οικονομικής ανάπτυξης. Οπότε είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που πηγαίνει πολύ καλά. Πάρτε για παράδειγμα τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Και παρεμπιπτόντως, χθες βρέθηκα στο Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ). Νομίζω ότι είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα καινοτομίας, λίγο έξω από την όμορφη Αθήνα. Για μένα είναι ένα παράθυρο στο μέλλον. Και ποιο θα είναι το μέλλον; Θα είναι περισσότερες μεγάλες επενδύσεις.
Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερες διασυνδέσεις μεταξύ των χωρών. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο. Το τρίτο είναι ότι χρειαζόμαστε μεγαλύτερη χωρητικότητα αποθήκευσης. Και το τέταρτο είναι ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ενέργεια από -. Και ειλικρινά, η Ελλάδα δουλεύει σε όλα αυτά. Ανανεώσιμες Πηγές: 20% το 2017, 50% το 2024-2025 και 80% το 2030.
– Η Κομισιόν εξετάζει εκ νέου τη φορολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών και έχει ήδη προτείνει τέλος για τα φθηνά δέματα, κυρίως από την Ασία. Ορισμένοι επικριτές, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Γεργκ Κούκις υποστηρίζουν ότι τέτοια μέτρα μπορεί να πλήξουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ποια είναι η δική σας απάντηση;
Πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα και πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε διακριτά.
Το πρώτο είναι το ζήτημα των δεμάτων. Κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δέματα αξίας κάτω των 20-30 ευρώ εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μιλάμε για 4-5 δισεκατομμύρια δέματα. Αυτό εγείρει ζητήματα ασφάλειας, καθώς ορισμένα από αυτά τα προϊόντα δεν πληρούν τα πρότυπα και ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα υγείας, π.χ. σε παιδιά.
Εχει, επίσης, τεράστιο κόστος για τη διαχείρισή τους στα μεγάλα αεροδρόμια ή λιμάνια. Συνοδεύονται από μεγάλο όγκο απορριμμάτων, τα οποία είτε πρέπει να καούν είτε -ιδανικά- να ανακυκλωθούν. Αρα, υπάρχει μεγάλο κόστος.
Οσον αφορά τη φορολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών, το στοιχείο της δικαιοσύνης είναι απολύτως κρίσιμο. Ζητάμε φόρους από τους πολίτες μας, ζητάμε φόρους από τις ΜμΕ. Επομένως, είναι δίκαιο να ζητάμε και από τους πιο κερδοφόρους, από τους διεθνείς κολοσσούς που αποκομίζουν δισεκατομμύρια κέρδη στην ευρωπαϊκή αγορά, να πληρώσουν κάτι που να αντανακλά -έστω και ελάχιστα- ένα δίκαιο μερίδιο.
Συνέντευξη στον Βασίλη Δαλιάνη