
Ο Χάρις Ντίκινσον μας συστήθηκε υποκριτικά στην ταινία «Το Τρίγωνο της Θλίψης» και περισσότερο πέρσι με το Babygirl με τη Νικόλ Κίντμαν. Με το Urchin (Αχινός) μας συστήνεται και ως σκηνοθέτης.
Η ταινία «Αχινός» σηματοδοτεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πρωταγωνιστή του «Τριγώνου της Θλίψης», Χάρις Ντίκινσον, και εστιάζει με χειρουργική ακρίβεια στη διαδρομή ενός άντρα που παλεύει στα σύνορα της επιβίωσης και της αυτοκαταστροφής. Στην καρδιά της αφήγησης βρίσκεται ο Μάικ (Φρανκ Ντιλέιν), ένας νεαρός που περιπλανιέται στους δρόμους του Λονδίνου χωρίς σπίτι, χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, εγκλωβισμένος σε μια σπειροειδή καθοδική πορεία εξαιτίας της εξάρτησής του από ουσίες. Η πόλη δεν παρουσιάζεται ως σκηνικό αλλά ως εχθρικό σώμα, με κάθε σοκάκι να μετατρέπεται σε απειλή, κάθε άνοιγμα σε παγίδα και κάθε ξημέρωμα σε μια νέα, αβέβαιη μέρα.
Ο Μάικ ζει στις παρυφές της κοινωνίας. Δεν αναζητά πια σωτηρία, απλώς επιβιώνει, διανύοντας μέρες που μοιάζουν ίδιες και νύχτες που διαλύονται μέσα σε ναρκωτικά, φόβο και σιωπή. Το παρελθόν του παραμένει θολό, μα βαραίνει σαν λίθος. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, οι μικρές καθημερινές του κινήσεις, από την εύρεση φαγητού ως την αναζήτηση πρόχειρου καταφυγίου, σκιαγραφούν έναν άνθρωπο που παλεύει με τον εαυτό του περισσότερο απ’ ό,τι με τον κόσμο γύρω του.
Το κομβικό σημείο έρχεται όταν ο Μάικ δέχεται μια απρόσμενη προσφορά για βοήθεια. Δεν πρόκειται για θεαματική σωτηρία, αλλά για μια χαραμάδα ελπίδας, την πιθανότητα να ξεκινήσει απεξάρτηση και να ξαναβρεί μια στοιχειώδη αίσθηση ταυτότητας. Αυτό το άνοιγμα δεν λειτουργεί ως εύκολη λύση αλλά ως καταλύτης. Ο Μάικ αρχίζει μια εσωτερική διαδρομή γεμάτη εμπόδια, καθώς το παρελθόν και οι μηχανισμοί αυτοκαταστροφής του παραμονεύουν πίσω από κάθε του βήμα. Η επαφή με άλλους ανθρώπους, φίλους του δρόμου, περαστικούς, μια γυναίκα που τον αναγνωρίζει πίσω από το θολό βλέμμα του, φωτίζει στιγμές εύθραυστης ανθρωπιάς αλλά και απόλυτης απομόνωσης.
Η ταινία ξεχωρίζει για τη δύναμη της ματιάς της. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της είναι η αυθεντικότητα με την οποία αποτυπώνει τη ζωή στους δρόμους.

Η ταινία κορυφώνεται σε μια σιωπηλή σύγκρουση, όχι με κάποιον εξωτερικό εχθρό, αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό.
Τι μας προσφέρει η ταινία
Η αφήγηση ακολουθεί τον ήρωα χωρίς εξωραϊσμούς. Η κάμερα παραμένει κολλημένη στο βλέμμα του, κάνοντάς μας να βιώνουμε τη σύγχυση, τον φόβο και την επιθυμία του για μια δεύτερη ευκαιρία. Ο Ντίκινσον (ο οποίος συμπρωταγωνιστεί στην ταινία) δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει μια ιστορία μεταμόρφωσης με ηρωικά τόξα και σωτήριες ανατροπές, αλλά να δείξει πώς είναι πραγματικά να παλεύεις με έναν εθισμό που ριζώνει σε κάθε κύτταρο του σώματος. Οι σκηνές που διαδραματίζονται σε καταφύγια, σε βρεγμένους δρόμους, σε ανήλιαγα υπόγεια, μετατρέπουν την πόλη σε έναν λαβύρινθο χωρίς χάρτη. Η βρετανική παράδοση του κοινωνικού ρεαλισμού, ανανεωμένη, σέρνεται ανάμεσα στις ραφές αυτού του τρυφερού γεμάτου χιούμορ φιλμ.
Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο ήρωάς μας δεν βαδίζει προς μια σαφή λύτρωση αλλά προς μια υπαρξιακή καμπή, το σημείο όπου θα αποφασίσει αν θα δώσει μάχη ή αν θα παραδοθεί. Αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται όχι με ρητορική δραματοποίηση, αλλά με την ωμή ένταση μιας πραγματικότητας που δεν χαρίζεται. Κάθε βήμα προς την καθαρότητα συνοδεύεται από ένα βήμα προς το σκοτάδι, και η γραμμή ανάμεσά τους λεπταίνει όλο και περισσότερο.
Η ταινία κορυφώνεται σε μια σιωπηλή σύγκρουση, όχι με κάποιον εξωτερικό εχθρό, αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό. Το παρελθόν, οι ενοχές, οι αποτυχημένες προσπάθειες και οι χαμένες σχέσεις συγκρούονται με τη φευγαλέα ελπίδα ενός διαφορετικού αύριο. Ο Ντίκινσον κρατά την αφήγηση ανοιχτή, αρνούμενος να προσφέρει ένα σαφές τέλος. Ο Μάικ μπορεί να σωθεί ή να χαθεί. Αυτό δεν είναι το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ότι για πρώτη φορά, στέκεται σε ένα σταυροδρόμι που απαιτεί επιλογή.
Η βρετανική παράδοση του κοινωνικού ρεαλισμού, ανανεωμένη, σέρνεται ανάμεσα στις ραφές αυτού του τρυφερού γεμάτου χιούμορ φιλμ.

Η ταινία καταφέρνει να μετατρέψει μια προσωπική πτώση σε συλλογικό σχόλιο πάνω στη μοναξιά και την εγκατάλειψη.
Με 2 βραβεία στις Κάννες
Η ταινία «Αχινός» ξεχωρίζει για τη δύναμη της ματιάς της. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της είναι η αυθεντικότητα με την οποία αποτυπώνει τη ζωή στους δρόμους. Ο Χάρις Ντίκινσον δεν ηθικολογεί ούτε ωραιοποιεί, παρατηρεί με καθαρή, διεισδυτική ματιά. Η κινηματογράφηση είναι άμεση και σχεδόν χειροποίητη, ενισχύοντας την αίσθηση αλήθειας. Η ερμηνεία του Φρανκ Ντιλέιν λειτουργεί ως σπονδυλική στήλη της ταινίας. Με ελάχιστο διάλογο, μεταδίδει τον ψυχικό πόλεμο ενός ανθρώπου που σπαράζει σιωπηλά.
Η παρουσία του δημιουργεί ένταση ακόμη και σε στιγμές ακινησίας. Η ταινία αξιοποιεί έξυπνα τον αστικό χώρο του Λονδίνου. Οι δρόμοι, τα υπόγεια και τα καταφύγια δεν λειτουργούν ως σκηνικά αλλά ως οργανικό μέρος της αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι μια σχεδόν σωματική εμπειρία για τον θεατή. Η φωτογραφία, με ψυχρή παλέτα και φυσικό φωτισμό, ενισχύει αυτή την αίσθηση ωμής πραγματικότητας. Η ταινία κέρδισε τα βραβεία κριτικών και αντρικής ερμηνείας στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών.
Το φιλμ καταφέρνει να μετατρέψει μια προσωπική πτώση σε συλλογικό σχόλιο πάνω στη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Δεν φωνάζει, ψιθυρίζει με ακρίβεια και συνέπεια γιατί είναι γεμάτο ειλικρινή απόγνωση, χιούμορ, θλίψη και τρυφερότητα ταυτόχρονα.
Η ταινία «Αχινός», εν κατακλείδι, είναι ιστορία ενός περιπλανώμενου σώματος και ενός μυαλού που φλέγεται. Δεν αναζητά ήρωες, αναζητά κομμάτια αλήθειας. Μέσα από τον Μάικ, βλέπουμε μια πόλη που δεν συγχωρεί και έναν άνθρωπο που προσπαθεί να αναπνεύσει μέσα της. Ένα ταξίδι χωρίς βεβαιότητες, αλλά με κάθε ανάσα να βαραίνει σαν απόφαση ζωής ή θανάτου, γιατί η πτώση δεν έρχεται με πάταγο αλλά με λυγμό, ξεκινά σαν βήμα στο κενό και τελειώνει σαν συνήθεια καθημερινή.
Διαβάστε ακόμη: Η ταινία για τον Μπρους Σπρίνγκστιν έχει 2 οσκαρικές ερμηνείες
TAGS :
πρεμιέρες εβδομάδας ταινία
x
Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

