«Χριστός Ανέστη», αναφωνούσε, στα ελληνικά και στα αλβανικά, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, το μέγα πλήθος που έσπευσε να αποχαιρετήσει τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο στα διάφορα σημεία από τα οποία πέρασε η πομπή με το σκήνωμά του, σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι από την Αθήνα με προορισμό τα Τίρανα. Και μπορεί σε πολλούς αυτή η ιερή φράση να ακουγόταν άκαιρη, για εκείνους όμως ήταν το σύνθημα, ο ιερός κωδικός που τους έδενε με τον μακαριστό ιεράρχη από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον τόπο τους.
Ο ίδιος είχε διηγηθεί τη συγκλονιστική ιστορία πίσω από αυτό το ανεξίτηλο, όπως περίτρανα αποδείχτηκε, «σύνθημα», σε μια μικρή ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων και η γράφουσα, το φθινόπωρο του 2017, με την ευκαιρία της διοργάνωσης, από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, μιας συναυλίας με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη στα Τίρανα.
Ηταν 1991 όταν πήγε για πρώτη φορά στην Αλβανία, έχοντας ήδη διαγράψει μια πολύ σημαντική ιεραποστολική διαδρομή στην Αφρική και ξεχωρίσει με τις ικανότητές του και το έργο του στην παγκόσμια ορθόδοξη κοινότητα. Προς μεγάλη του έκπληξη, το Πατριαρχείο τού ζήτησε να μεταβεί στη γειτονική χώρα προκειμένου να διαπιστώσει τι είχε απομείνει όρθιο από την περίοδο των σκληρών θρησκευτικών απαγορεύσεων που είχε προηγηθεί.
Η πρώτη εικόνα που αντιμετώπισε ήταν αποκαρδιωτική: «Προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο, που ήταν τότε ένα χωριάτικο κτίριο, με περίμενε μια μικρή ομάδα ηλικιωμένων ανθρώπων και με έφερε στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού, που είχε μετατραπεί σε γυμναστήριο. Εκεί συνάντησα αρρώστους φτωχούς… Επρεπε να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους παρότι δεν ήξερα καθόλου τη γλώσσα. Σκεφτόμουν με ποιον τρόπο θα μπορούσα να συνοψίσω το νόημα της αποστολής μου και έκανα το εξής: Ρώτησα έναν ηλικιωμένο κύριο, που ήξερε πολύ καλά ελληνικά, πώς λέγεται στα αλβανικά το “Χριστός Ανέστη”. Μου απάντησε. Έδωσα λοιπόν σε όλους ένα κερί, άναψα και το δικό μου και είπα “Krishti u Νgjall” (Χριστός Ανέστη). Ηταν οι πρώτες αλβανικές λέξεις που άρθρωσα. Χριστός Ανέστη: Ενα μήνυμα ελπίδας. Ολοι άρχισαν να κλαίνε και να απαντούν “Ai është ringjallur me të vërtetë” (Αληθώς Ανέστη)… Ηταν μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές που έχω ζήσει ποτέ… Το “Χριστός Ανέστη” έγινε το σύνθημά μας. Με αυτό πορευτήκαμε και στις καλές και στις πολύ δύσκολες μέρες, όλες τις εποχές, γιατί ήταν ένα δυνατό μήνυμα ελπίδας».
Με αυτό το μήνυμα ελπίδας και με την υπόσχεση πως θα πορευτούν όλοι μαζί ξεκίνησε, με δειλά και προσεκτικά βήματα, σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, να καταστρώνει τα πρώτα σχέδια για τη σημαντική αλλά και εξαιρετικά δύσκολη, ακατόρθωτη για τη συντριπτική πλειονότητα, αποστολή του: Να αναστήσει την Ορθοδοξία σε έναν τόπο φτωχό και ταλαιπωρημένο, στον οποίο οποιοδήποτε θρησκευτικό συναίσθημα ήταν αυστηρά απαγορευμένο.«Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας για πολλά χρόνια είχε πάψει να υπάρχει. Ηταν μια ολόκληρη χώρα χωρίς εκκλησίες. Είχαν γίνει αποθήκες, στάβλοι… Ηταν αδύνατο να υπάρξει ένα θρησκευτικό κέντρο ή οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής έκφρασης, όπως για παράδειγμα η αγιογραφία. Και αυτό συνέβαινε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στο μεγάλωμα μιας ολόκληρης γενιάς. Είχαμε λοιπόν την εντύπωση ότι η ορθόδοξη θρησκεία είχε λήξει οριστικά», περιέγραφε με γλαφυρότητα ο ίδιος, συμπληρώνοντας με νόημα: «Ολη αυτή η θρησκευτική απαγόρευση ήταν μια προσπάθεια να ξεριζώσουν ό,τι υπήρχε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Εγώ καμιά φορά λέω: “Δεν με ανησυχεί η κατεδάφιση της Εκκλησίας. Με ανησυχεί ότι κατεδάφισαν τη δυνατότητα της νέας γενιάς ελεύθερα να πιστεύει και να διαλέγει».
Στη νέα γενιά, λοιπόν, έστρεψε κατά κύριο λόγο το βλέμμα του, στα νέα παιδιά στήριξε τις ελπίδες του και δεν διαψεύστηκε.
Οι δυσκολίες και οι επιθέσεις
Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός και να ξεπεραστούν πολλά και σημαντικά εμπόδια μέχρι να τεθούν οι γερές βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριζόταν η αναγέννηση της Ορθοδοξίας από τις στάχτες της.
Καταρχάς ήταν η γενικά κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ολόκληρη η χώρα εκείνη την εποχή: «Οταν έφθασα αντιμετώπισα μια τραγική κατάσταση στην κυριολεξία. Δεν μπορείς να φανταστείς αυτό που συνέβαινε αν δεν το έχεις ζήσει. Για να πάμε στα χωριά της Βορείου Ηπείρου κάναμε τρεις ώρες για να διανύσουμε 20 χιλιόμετρα!».
Κι έπειτα ήταν το βασικό πρόβλημα της γλώσσας: «Δεν ήξερα τη γλώσσα και ήμουν 62 ετών. Είχα μια ψευδή, όπως αποδείχτηκε, αντίληψη πως θα τη μάθαινα γρήγορα ακούγοντάς την. Είχα την εμπειρία της αγγλικής που την έμαθα βιωματικά. Τότε όμως ήμουν νέος και είχα χρόνο και περιθώριο να κάνω λάθη. Στην Αλβανία δεν τα είχα αυτά. Αν ήξερα ότι θα μείνω, θα έκανα μαθήματα. Αλλά με έδιωχναν κάθε μήνα καθώς χρειαζόταν να πάρω νέα θεώρηση στο διαβατήριό μου».
Υπήρχε όμως κι ένα ακόμη μεγάλο εμπόδιο που κλήθηκε να αντιμετωπίσει κατά τα πρώτα χρόνια της διαμονής του. «Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η καχυποψία: “Γιατί ήρθε αυτός εδώ;” σκέφτονταν πολλοί. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια που είμαι εδώ κρατάει η καχυποψία. Λιγότερο βέβαια, αλλά κρατάει. Προσφάτως είχα πάρει ένα χριστουγεννιάτικο μήνυμα το οποίο υπονοούσε ξεκάθαρα πως δεν είμαι αυτό που φαίνομαι. Πώς αντιμετώπισα την καχυποψία; Συμφιλιώθηκα μαζί της και προχώρησα. Γιατί σκέφτηκα πως είναι πράγματι πολλοί δύσκολο άνθρωποι οι οποίοι έχουν ζήσει 23 χρόνια απόλυτου θρησκευτικού διωγμού, που τους μάθαιναν, από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, ότι δεν υπάρχει Θεός, να δεχτούν έτσι απλά πως ένας άνθρωπος, για τον οποίον ακούνε τόσους επαίνους, ήρθε ξαφνικά στον τόπο τους γιατί απλά πιστεύει στον Θεό.
Σε πολλά περιβάλλοντα χρησιμοποιούσα μάλιστα την ταυτότητα του Καθηγητή όχι αυτήν του Μακαριότατου. Θυμάμαι κάποτε ένας βουλευτής και καθηγητής έσπευσε να μου συστηθεί ως άθεος. Κι εγώ του απάντησα: “Κοιτάξτε, η λέξη είναι ελληνική, δεν τη χρησιμοποιείτε σωστά. Δεν είστε άθεος όπως φαντάζεστε, είστε άθρησκος, αλλά εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ο Θεός είναι πολύ κοντά σας”. Χαμογέλασε, μου απάντησε πως συμφωνεί και από τότε είμαστε φίλοι».
Δεν ήταν μόνο στις αρχές, όμως, που δέχτηκε επιθέσεις αλλά και μεταγενέστερα, με αφορμή κάποιες επιλογές του: «Το χειρότερο ήταν για μένα όταν κάποιοι, όχι μόνο στην Αλβανία αλλά και στην Ελλάδα, άρχισαν να δημιουργούν μια συστηματική συκοφαντία, ότι ο Αναστάσιος δεν ήθελε να έρθουν άλλοι μητροπολίτες. Η Αλβανία όμως ήταν μια άλλη χώρα. Πώς ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή μια ολόκληρη σύνοδος ελληνική σε μια χώρα που αναζητάει τον εαυτό της; Αυτή ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Σκέφτηκα πολύ σοβαρά να παραιτηθώ τότε. Αυτό που με κράτησε ήταν το εξής: Ηξερα ότι κάποιος άλλος που παραιτήθηκε κάποια άλλη φορά έκανε μεγάλο λάθος. Διότι παραιτείσαι, αλλά τι γίνεται στη συνέχεια; Αν είχα παραιτηθεί το 1997, όλα αυτά τα σημαντικά που δημιούργησε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας δεν θα υπήρχαν».
Ολοι μαζί, αλλά σε επαγρύπνηση
Το σύνθημα «Ολοι μαζί» υπήρξε φωτεινός φάρος και οδηγός σε όλο αυτό το δημιουργικό ταξίδι του. Και η επιτυχία της δημιουργίας μιας θρησκευτικής κοινότητας στην οποία να συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής, θρησκείας και κοινωνικής τάξης υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα αλλά και πρωτοφανή διεθνώς επιτεύγματα του μακαριστού Αναστάσιου: «Υπήρχε ο πειρασμός από τις γειτονικές χώρες να κάνουν ξεχωριστές θρησκευτικές φωλιές στην Αλβανία: η Εκκλησία της Ελλάδας τη δική της φωλιά, η Ρουμανία τη δική της φωλιά, η Σερβία τη δική της φωλιά, τα Σκόπια τη δική τους.
Εμείς επιλέξαμε να είμαστε όλοι μαζί. Και είμαστε όλοι μαζί, Αλβανοί, Ελληνες, σλαβικής καταγωγής, Βλάχοι, άλλοι συνδεδεμένοι με την Ελλάδα, άλλοι με τη Ρουμανία κι άλλοι απορροφημένοι από την εδώ κοινωνία. Για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η συνύπαρξη παραθέτω το εξής παράδειγμα: Στην Ελλάδα λέμε “Ζήτω οι Ελληνες”, εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Από την πρώτη χρονιά που ήρθα έλεγα: “Ενα δάσος δεν είναι όμορφο εάν έχει ένα μόνο είδος δέντρου, αλλά όταν έχει διάφορες ποικιλίες δέντρων όλα ελεύθερα να αναπτυχθούν».
Πιστός υπέρμαχος της ανεξιθρησκείας, της ελευθερίας του κάθε ανθρώπου να επιλέγει πού θέλει να πιστεύει, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επιδίωξε και πέτυχε μια αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων της Αλβανίας: «Μπορεί να μην είμαστε πλειοψηφία, αντιπροσωπεύουμε ένα 20%-22% του γενικού πληθυσμού, αλλά δεν είμαστε ούτε μια μικρή, ασήμαντη μειοψηφία. Ενα 10% είναι οι καθολικοί και το υπόλοιπο μουσουλμάνοι. Προσπαθήσαμε να έχουμε άριστες σχέσεις με τους ανθρώπους άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων και ιδεών. Από την πρώτη στιγμή φρόντισα να καλλιεργήσω προσωπικές σχέσεις με τους ηγέτες τους.
Δεν γίναμε λοιπόν μια κλειστή, φοβική λέσχη αλλά μια μεικτή κοινωνία. Σε αυτό βέβαια βοήθησε πολύ και το Σύνταγμα της χώρας που επιτρέπει σε ανθρώπους που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε μουσουλμανικές οικογένειες να γίνουν στην πορεία χριστιανοί ορθόδοξοι. Κάποιους μάλιστα από αυτούς τούς έχω χειροτονήσει ιερείς».
Οσο για εκείνες τις φωνές που διαλαλούσαν κατά καιρούς ότι ο Αναστάσιος ευλογεί το Ραμαζάνι και προσφέρει βοήθεια σε μουσουλμάνους, ο ίδιος εξηγούσε: «Αυτά είναι υπερβολές. Υπάρχει εδώ μια παράδοση να έρχονται εκείνοι στις δικές μας γιορτές και εμείς να πηγαίνουμε στις δικές τους. Είναι μια ευγένεια όλο αυτό. Κάτι άλλο που συζητήθηκε πολύ και αρνητικά από ορισμένους ήταν το γεγονός ότι βοηθήσαμε στο Κόσοβο 33.000 μουσουλμάνους πρόσφυγες. Εμείς όμως βοηθούσαμε τους ανθρώπους που πονούσαν, δεν τους ρωτούσαμε σε ποιον Θεό πιστεύουν».
Το Ισλάμ δεν είναι μια εύκολη υπόθεση
Από την άλλη πλευρά, παρότι ουδέποτε είχε εκφράσει δημόσια συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, ως βαθιά μορφωμένος, καλλιεργημένος, πολυταξιδεμένος και ευφυής πολίτης του κόσμου, είχε σαφείς απόψεις σχετικά με τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις μεταναστευτικές ροές και τη γιγάντωση του Ισλάμ. Θέσεις διορατικές που συνιστούν σήμερα πολύτιμα μαθήματα για ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο.
«Το Ισλάμ δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Από χρόνια υπήρχαν φωνές που προειδοποιούσαν ότι θα έχουμε έναν άλλον τύπο πολέμου, έναν ασύμμετρο πόλεμο που δεν διδάσκεται σε καμία θεωρητική σχολή. Αρα το Ισλάμ δεν αντιμετωπίζεται με τανκς και με πυραύλους, αλλά με ένα ισχυρό ξαναζωντάνεμα του Χριστιανισμού. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προσφυγικών ροών, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και όχι αφελείς. Οταν είσαι πάνω σε ένα καράβι, δεν έχει σημασία αν θα πέσεις αριστερά ή δεξιά, το θέμα είναι να μην πέσεις στη θάλασσα. Κι εμείς καμιά φορά πέφτουμε πότε από δω και πότε από κει και πορωνόμαστε και τσακωνόμαστε.
Το Ισλάμ είναι ένας στραμπουλιγμένος χριστιανισμός. Τρία πράγματα τροποποίησε από τις χριστιανικές ιδέες: ξανάφερε τη βία ως αποδεκτή θεϊκά, ξανάφερε την ανδρική βία που θέλει τις γυναίκες υποδεέστερες, ξανάφερε και τον πόλεμο. Και στον χριστιανισμό υπάρχουν φανατικοί άνθρωποι οι οποίοι είναι εξίσου επικίνδυνοι. Ο θρησκευτικός φανατισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη λογική γιατί δεν στηρίζεται στη λογική, είναι η άρνηση της λογικής. Είναι δύσκολο αυτό το πρόβλημα και καθόλου εύκολη η αντιμετώπισή του».
Ο ίδιος, μάλιστα, μας θύμισε, πως πριν από αρκετά χρόνια είχε εκφράσει την εξής άποψη, η οποία αποδείχτηκε προφητική: «Αυτό που συνέβη στον 20ό αιώνα ήταν ότι αδικημένες ομάδες οδηγήθηκαν σε ένα παλαιοκομμουνιστικό σύστημα, το οποίο ατυχώς δεν στηρίχθηκε σε κάτι πιο υγιές, αλλά στον διαλεκτικό υλισμό της Γερμανίας. Και βεβαίως τα πράγματα πήγαν πολύ ανάποδα και ήρθαν σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Τώρα, στον 21ο αιώνα, θα έχουμε κάτι άλλο. Αδικημένες, δήθεν χριστιανικές κοινωνίες, οργισμένες για την περιφρόνηση που τους δείχνουν οι Δυτικοί, θα επαναστατήσουν χρησιμοποιώντας θρησκευτικά συνθήματα. Δεν αντιμετωπίζονται αυτά με ευχές και με γενικότητες. Αλλά σας ρωτώ, ποιοι συντήρησαν τον Πόλεμο στη Μέση Ανατολή; Οι μουσουλμάνοι μόνοι τους ή και οι λεγόμενες χριστιανικές κοινωνίες; Ποιοι ετοιμάζουν τα όπλα τα οποία έχουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιοι μετακινούν τους πληθυσμούς αυτούς και γιατί; Αυτοί οι πληθυσμοί δεν θα απορροφηθούν εύκολα από μια Ευρώπη κάπως κουρασμένη και χωρίς συγκεκριμένα θρησκευτικά αισθήματα. Ο συστηματικός πόλεμος εναντίον του χριστιανισμού στην Ευρώπη δημιούργησε ένα κενό. Αυτό το κενό ήρθε να το καλύψει το Ισλάμ. Διότι ήρθαν με έναν πόνο, εκείνοι που ήταν κάποτε θύματα της αποικιοκρατίας, και βρέθηκαν στις μεγάλες πόλεις, στο Παρίσι και αλλού, αλλά ποτέ δεν απορροφήθηκαν. Περιθωριοποιήθηκαν σε γκέτο και μάλιστα εκδικητικό γκέτο».
Το σημαντικό έργο
Στα 33 χρόνια που έζησε ο κυρός Αναστάσιος στην Αλβανία άλλαξαν πολλά προς το καλύτερο και σε αρκετά από αυτά η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστάτησε προσφέροντας ένα ανεκτίμητο όχι μόνο θρησκευτικό, αλλά και κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο. Εφτιαξε σχολεία, νηπιαγωγεία, μια Θεολογική Σχολή-πρότυπο στην οποία έπειτα από δική του επιμονή φοιτούν και γυναίκες, νεανικά κέντρα, κατασκηνώσεις, κέντρα υγείας, μητροπολιτικές έδρες, ξενώνες, εργαστήρια, συσσίτια για τους φτωχούς, ανεγέρθηκαν περισσότεροι από 150 νέοι ναοί, μεταξύ των οποίων και ο εντυπωσιακός Καθεδρικός Ναός της Αναστάσεως του Χριστού, στην καρδιά των Τιράνων, όπου τελέστηκε η κηδεία του, διοργανώθηκε πλήθος θρησκευτικών, πολιτιστικών και κοινωνικών εκδηλώσεων.
Πώς χρηματοδοτήθηκαν όλα αυτά; Αυτός ήταν ένας γρίφος που προσπαθούσε επί χρόνια να λύσει ο Αναστάσιος: «Βασικός μου στόχος ήταν να δημιουργήσω στην Αλβανία μια αυτοκέφαλη εκκλησία που θα έχει οικονομική αυτονομία. Στο πρώτο σεμινάριο για κληρικούς που κάναμε σε ένα ξενοδοχείο στο Δυρράχιο το οποίο ονομαζόταν “Νίκος Μπελογιάννης”, χωρίς θέρμανση, χωρίς φως και νερό, τους υποσχέθηκα πως, αν γίνουν κληρικοί, η επιβίωση και η αξιοπρέπειά τους δεν θα εξαρτώνται από τις καλές διαθέσεις πλουσίων ή τους δίσκους των φτωχών και ότι θα έχουν έναν μισθό καθηγητή Λυκείου.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πιο εύκολα τα πράγματα γιατί οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί. Στη συνέχεια όμως ήταν απαραίτητο να δράσουμε για να εξασφαλίσουμε οικονομικούς πόρους. Είπαμε να κάνουμε ένα εργοστάσιο και να έχουμε το μονοπώλιο του κεριού αλλά είχε φτωχές αποδόσεις. Αρχίσαμε να προσφέρουμε σε ιερείς το 40% των χρημάτων που συγκέντρωναν όλες οι εκκλησίες. Και πάλι φτωχικές αποδόσεις. Ολον αυτόν τον καιρό λοιπόν έπρεπε να ψάχνω και να βρίσκω συμπληρώματα, δηλαδή να ζητιανεύω. Και υπήρξαν πάρα πολλοί άνθρωποι που μας βοήθησαν γιατί ήξεραν ότι αυτά τα χρήματα δεν προορίζονται για πολυτέλειες.
Ελεγαν τότε στην Αλβανία, και στην Ελλάδα περισσότερο, πως όταν φύγει ο Αναστάσιος θα καταρρεύσει όλη αυτή η προσπάθεια. Με στενοχωρούσε πολύ αυτή η σκέψη και προσπαθούσα να βρω λύσεις. Ευτυχώς, κάποια στιγμή μού ήρθε μια ιδιαίτερη έμπνευση η οποία κατέληξε στο να κάνουμε, το 2016, ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουμε να εξασφαλίσουμε τα λειτουργικά μας έξοδα».
Η διαδοχή
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ο φωτισμένος, πρωτοπόρος και ικανός αυτός άνθρωπος, που υπήρξε περισσότερο ιεραπόστολος του κόσμου παρά τυπικός ιερωμένος, οραματίστηκε και υλοποίησε στην Αλβανία ένα έργο ζωής το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να εξαφανιστεί όταν εκείνος θα έκλεινε τα μάτια του και θα πέταγε προς τον αιώνιο κόσμο της θεϊκής αγάπης στον οποίο τόσο βαθιά πίστευε. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν θα μπορούσε να αφήσει στην τύχη το θέμα της διαδοχής του: «Προετοιμάζω τη διαδοχή μου εδώ και πολύ καιρό. Κανείς δεν είναι μόνιμος εδώ κι ούτε θα ήθελα όλη αυτή η προσπάθεια να είναι ένα βεγγαλικό και να λένε πόσο ωραία ήταν και μόλις έφυγε ο Αναστάσιος όλα καταστράφηκαν. Αυτό θεωρώ ότι θα ήταν το χειρότερο λάθος. Και βεβαίως, θα παραδώσω τη σκυτάλη σε άνθρωπο που είναι εδώ, στην Αλβανία, γιατί πρόκειται για μια τοπική εκκλησία και όχι για μια αποικία προσωρινή», μας είχε αποκαλύψει στο τέλος της μακράς εκείνης συζήτησης, στη διάρκεια της οποίας ο χρόνος, περιέργως, κυλούσε γρήγορα σαν νερό που δεν χορταίνεις να πίνεις.
Επιπλέον, είχε ζητήσει από τους διαδόχους τουλάχιστον ένα 5% από τα έσοδα του υδροηλεκτρικού σταθμού να πηγαίνει στις πιο φτωχικές εκκλησίες της Αφρικής και της Ασίας: «Με αυτόν τον τρόπο θέλω να κάνω μια διαμαρτυρία στις πλούσιες Ορθόδοξες Εκκλησίες που τα κρατούν όλα για τον εαυτό τους. Εμάς εδώ στην Αλβανία δεν μας βοήθησε κανείς. Τι να τα κάνω κάποια άγια σκεύη και μερικές εικόνες; Εμείς είχαμε ανάγκη από χρήματα για να συντηρηθούν οι ιερείς, να φτιάξουμε ορφανοτροφείο, γεροκομείο. Η παγκόσμια κοινότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών χρειάζεται καινούριες ιδέες και διαφορετικές τοποθετήσεις σε κρίσιμα θέματα, να ξεφύγει από κάποια στερεότυπα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα πρέπει είναι μια συνομοσπονδία τοπικών εκκλησιών, αλλά μία εκκλησία με τις τοπικές εκκλησίες να αποτελούν έκφρασή της στους διάφορους τόπους. Και αυτό είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει να επιμείνουμε. Γιατί χωρίς ενότητα, χωρίς συμμετοχή στα παγκόσμια προβλήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τι έχουμε να πούμε στον κόσμο;», υπογράμμιζε με νόημα περνώντας ένα δυνατό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες.
Υπήρχε όμως και μια πολύτιμη συμβουλή που επιθυμούσε να δώσει σε όλους μας, η οποία συνιστά, ταυτόχρονα, και στάση ζωής: «Κάντε αντίσταση ποιότητας, ο καθένας από το πόστο στο οποίο βρίσκεται».
Ειδήσεις σήμερα:
Ποινική δίωξη στον Χρήστο Μάστορα – Στον εισαγγελέα με χειροπέδες, καπέλο και μάσκα
Κατολισθήσεις στη Σαντορίνη λόγω των συνεχών σεισμών – Δείτε βίντεο από τον όρμο του Αθηνιού
Politico: Η μεσογειακή διατροφή ήταν ένα ψέμα και έχει πεθάνει – Κάποιος να το πει στους Ιταλούς