-|-
Συνέχιση της προσπάθειας των μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, είναι η “συνταγή” του Γραφείου του Προϋπολογισμού της Βουλής, για τη διατήρηση της αύξησης των επενδύσεων μετά το Ταμείο Ανάκαμψης.
Φθηνότερη και ευκολότερη χρηματοδότηση και στροφή στην καινοτομία, είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ανοδικής πορείας των επενδύσεων, τα χρόνια μετά το 2026. Επικαλούμενη την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η έκθεση του ΓΠΒ, θυμίζει ότι υπάρχουν ακόμη, σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, στην ικανότητά τους να καινοτομούν και να αναπτύσσονται.
Σημειώνεται συγκεκριμένα ότι παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις στις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, οι ελληνικές επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα οι μικρές και οι μικρομεσαίες, υστερούν στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ, αν και έχει παρατηρηθεί κάποια ανάκαμψη στις επιχειρηματικές επενδύσεις, η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι ακόμα σχετικά αργή. Η έκθεση επισημαίνει ότι υπάρχει υψηλή συγκέντρωση μικρών επιχειρήσεων, κάτι που περιορίζει τα κέρδη παραγωγικότητας και τη συνολική δυναμική των επιχειρήσεων. Αυτές οι δομικές προκλήσεις, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε κάποιους τομείς, αποτελούν εμπόδια στην ανάπτυξη και την καινοτομία των ελληνικών επιχειρήσεων.
Στην κατεύθυνση αυτή το πρώτο βήμα που θα πρέπει σύμφωνα με την έκθεση υπάρχει η ανάγκη για συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις που να στηρίζουν την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μέσω της βελτιωμένης πρόσβασης σε χρηματοδότηση, της ενίσχυσης της ψηφιοποίησης και της ενίσχυσης των κινήτρων για καινοτομία. Η έκθεση τονίζει ότι, αν και η Ελλάδα έχει κάνει βήματα προς τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ο ρυθμός της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και η ανάπτυξη της καινοτομίας από τις επιχειρήσεις πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας.
Μείωση του επενδυτικού κενού κατά 74%
Ωστόσο, στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, διαπιστώνεται ότι λόγω κυρίως των κοινοτικών πόρων που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το 2020 από το Ταμείο ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021 -2027, το επενδυτικό κενό των μπορεί να μειωθεί κατά 74% ως το τέλος του 2026.
Ως επενδυτικό κενό, ορίζεται η διαφορά του ύψους των επενδύσεων της χώρας, σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων, στο μέσο όρο της ΕΕ. Με βάση αυτό το κριτήριο, τα ετήσια στοιχεία της Eurostat και υπολογισμούς του Γραφείου, η κρίση έφερε αντιμέτωπη τη χώρα μας με ένα υψηλό επενδυτικό κενό, το οποίο έφτασε τις 10,7% του ΑΕΠ το 2019. Από το 2019 και μετά, το επενδυτικό κενό άρχισε να αμβλύνεται σταδιακά και σταθερά φτάνοντας τις 5,4 % του ΑΕΠ το 2023. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξέλιξη των συνολικών επενδύσεων τα έτη 2024-2026, αναμένεται περαιτέρω μείωση του επενδυτικού κενού της χώρας σε 4,0 ποσοστιαίες μονάδες το 2024, σε 3,0% του ΑΕΠ το 2025 και σε 2,3% του ΑΕΠ το 2026.
Η έκθεση τονίζει εμμέσως και τη σημασία που έχει η σταθερότητα στην οικονομική πολιτική στην αύξηση των επενδύσεων. Σημειώνει συγκεκριμένα ότι η αβεβαιότητα ενισχύει την επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων να δεσμεύσουν νέους πόρους, λόγω της μη αναστρεψιμότητας των επενδυτικών αποφάσεων. Στην ελληνική περίπτωση, αυτό το φαινόμενο φαίνεται να επιδεινώθηκε από τη μακροχρόνια οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα και αποτυπώθηκε και στην εξέλιξη των επενδύσεων.