-
Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ένα νέο επενδυτικό κύμα ύψους 1,6 δις στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας φέρνει στο τραπέζι ένα θέμα που έως πρότινος αποτελούσε περισσότερο θεωρητική συζήτηση: Τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης, ώστε αυτές οι επενδύσεις να παραμείνουν ζωντανές στην εποχή των -.
Πιο συγκεκριμένα αυτή τη στιγμή βρίσκονται ήδη εντός συστήματος ή στο κατώφλι της λειτουργίας σταθμοί τελευταίας τεχνολογίας, ισχύος 2,9 GW. Η μονάδα των 877 MW που “έχτισαν” από κοινού η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η Motor Oil στην Κομοτηνή ξεκινά άμεσα, ενώ ακολουθεί η μονάδα των 840 MW στην Αλεξανδρούπολη από το σχήμα ΔΕΗ – ΔΕΠΑ Εμπορίας – Όμιλος Κοπελούζου. Προ των πυλών βρίσκεται και η μετατροπή της λιγνιτικής Πτολεμαΐδα 5 σε αερίου, ενώ η πιο πρόσφατη προσθήκη είναι η μονάδα 792 MW στη Λάρισα, από τη ΔΕΠΑ Εμπορίας με Ισραηλινό εταίρο, έργο 600 εκατ. ευρώ που αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2028.
Σύμφωνα με κορυφαία στελέχη του ΥΠΕΝ, η ανάγκη για νέες μονάδες φυσικού αερίου είναι αδιαμφισβήτητη – και εξηγούν τους λόγους:
– Ενεργειακή Ασφάλεια: Σε συνθήκες χαμηλής ηλιοφάνειας ή άπνοιας, όταν οι - “σιωπούν”, οι θερμοηλεκτρικές μονάδες είναι οι μοναδικές που μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ζήτησης, η οποία κινείται γύρω στις 150 GWh ημερησίως.
– Περιφερειακή ευελιξία: Με τη Βουλγαρία να εξαρτάται συχνά από τις ελληνικές εξαγωγές και την απουσία ευέλικτων μονάδων στη ΝΑ Ευρώπη, η Ελλάδα λειτουργεί ήδη ως “ηλεκτρικός εξισορροπιστής” της περιοχής.
– Ανταγωνισμός και τιμές: Περισσότερες μονάδες σημαίνει μεγαλύτερος ανταγωνισμός και χαμηλότερες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά.
– Στρατηγική χωροθέτηση: Οι νέες μονάδες δεν τοποθετούνται τυχαία – βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία όπως η Κομοτηνή, η Αλεξανδρούπολη και η Λάρισα, ενισχύοντας τον περιφερειακό ρόλο της χώρας.
– Εξαγωγικές ευκαιρίες: Οι ώρες χαμηλής ζήτησης, ιδίως τη νύχτα, μετατρέπουν τις μονάδες αερίου σε εργαλείο εξαγωγών ρεύματος, με καθαρό όφελος για το εμπορικό ισοζύγιο.
Ωστόσο οι προβολές για τη βιωσιμότητα αυτών των μονάδων, παρότι αναγκαίες για το σύστημα, είναι αποκαλυπτικές: Από τις 3.200 ώρες λειτουργίας το 2023, οι μονάδες αερίου θα πέσουν – στο τέλος της δεκαετίας – στις 1.280 ώρες ετησίως. Με την παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο να μειώνεται στις 10 TWh από 17 TWh σήμερα, η οικονομική βιωσιμότητα τέτοιων επενδύσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ήδη τον Απρίλιο, σε κάποιες ώρες η τιμή της μεγαβατώρας κατρακύλησε κάτω από τα 60 ευρώ – τιμή που δεν καλύπτει ούτε το κόστος λειτουργίας.
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα-κλειδί: Πώς θα επιβιώσουν οι νέες μονάδες σε μια αγορά που “κατακλύζεται” από δωρεάν ή χαμηλού κόστους πράσινη ενέργεια;
Η απάντηση, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, είναι η εισαγωγή ενός μηχανισμού ενίσχυσης, τύπου Capacity Remuneration Mechanism (CRM). Το μοντέλο αυτό, ήδη εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία. Οι παραγωγοί ηλεκτρισμού συμμετέχουν σε διαγωνισμούς και εξασφαλίζουν αμοιβές για τη διαθεσιμότητα ισχύος – όχι απαραίτητα για την παραγωγή. Το ίδιο εξετάζει και η Αθήνα, με δύο βασικά σενάρια:
– Contract for Difference (CfD): Αποζημίωση της διαφοράς μεταξύ κόστους και τιμής αγοράς.
– Strategic Reserves: Διατήρηση μονάδων εκτός αγοράς, που ενεργοποιούνται μόνο σε κρίσιμες συνθήκες, υπό κρατικό έλεγχο.
Η μάχη των επενδυτών και τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού
Το βασικό επιχείρημα υπέρ της ενεργοποίησης του μηχανισμού είναι πως ο μεγάλος αριθμός επενδυτών προσφέρει στην κυβέρνηση την ευχέρεια επιλογών.
Οι διαγωνιστικές διαδικασίες εγγυώνται πως η στήριξη δεν θα εξελιχθεί σε “λευκή επιταγή”, αλλά θα προσδιορίζεται από τον ανταγωνισμό. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου λίγοι “παίκτες” ήλεγχαν την αγορά, σήμερα υπάρχει πλειάδα υποψηφίων, επιτρέποντας στο ΥΠΕΝ να σχεδιάσει ένα σχήμα στήριξης κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας.
Παρότι ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί πότε θα ξεκινήσει η εφαρμογή του μηχανισμού, τα στελέχη του ΥΠΕΝ κρούουν τον κώδωνα για έγκαιρη προετοιμασία. Η εκπόνηση του θεσμικού πλαισίου απαιτεί μήνες – αν όχι χρόνια – ενώ η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά έναν επιπλέον γύρο διαπραγμάτευσης.