Μια Βρετανίδα εκπαιδευτικός, που είχε συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με δύο εφήβους μαθητές της και έμεινε έγκυος, καταδικάστηκε σήμερα σε κάθειρξη εξίμισι ετών από δικαστήριο του Μάντσεστερ (βορειοδυτική Αγγλία).
Οι μαθητές Λυκείου ήταν και οι δύο ηλικίας 15 ετών, όταν η Ρεμπέκα Τζόινς, ηλικίας 30 ετών, είχε τις πρώτες σεξουαλικές επαφές μαζί τους. Σε βάρος της ασκήθηκε δίωξη για σεξουαλικές σχέσεις με έναν ανήλικο ηλικίας κάτω των 16 ετών, ηλικία της σεξουαλικής συναίνεσης στη Βρετανία.
Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα μόλις ανακοινώθηκε η καταδίκη της, παρουσία των οικογενειών των ανηλίκων.
Έχοντας “διαλυθεί” από έναν οδυνηρό χωρισμό, η νεαρή εκπαιδευτικός, ηλικίας 28 ετών όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, είχε “κολακευτεί” από την προσοχή που της έδειχναν οι μαθητές της και είχε ενθαρρύνει τα αστεία ή ανάρμοστα σχόλια εκ μέρους τους.
“Ήσασταν η ενήλικας, ο υπεύθυνος άνθρωπος (…). Όχι μόνο αποτύχατε να γίνουν σεβαστά τα όρια μιας ανάρμοστης συμπεριφοράς, όμως αποφασίσατε επίσης να τα ξεπεράσετε εσκεμμένα”, είπε η δικαστίνα Κέιτ Κορνέλ.
Η Ρεμπέκα Τζόινς ξεκίνησε ζητώντας από τον πρώτο έφηβο να μαντέψει τον αριθμό του τηλεφώνου της μέσω μιας “μαθηματικής άσκησης”, κατόπιν άρχισε να φλερτάρει μαζί του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κατόπιν οργάνωσε ένα μυστικό ραντεβού, κατά τη διάρκεια του οποίου του αγόρασε μια ζώνη αξίας 350 στερλινών (413 ευρώ), προτού συνάψει σεξουαλικές σχέσεις μαζί του.
Εντούτοις, την επόμενη ημέρα η μητέρα του κατάλαβε τι είχε συμβεί και ενημέρωσε το σχολείο και στη συνέχεια την αστυνομία.
Αφότου αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση υπό τον όρο να μην έχει καμία επαφή χωρίς επιτήρηση με ανήλικους, η Ρεμπέκα Τζόινς ξεκίνησε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον δεύτερο έφηβο. Σύντομα έμεινε έγκυος, προτού συλληφθεί από την αστυνομία.
Οι αρχές της πήραν την κηδεμονία του μωρού της λίγο καιρό μετά τη γέννησή του, στις αρχές του 2024.
Η Ρεμπέκα Τζόινς αρνείται ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον πρώτο έφηβο και υποστηρίζει ότι άρχισε να βγαίνει με το δεύτερο αγόρι όταν εκείνος εγκατέλειψε το σχολείο και εκείνη είχε απολυθεί.
“Όντας σε πλήρη άρνηση”, ο έφηβος δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει το “εύρος” της κακοποίησης που είχε διαπράξει η καθηγήτριά του και αρχικά ένιωθε ενοχές ότι την είχε “προδώσει”, σύμφωνα με μια δήλωση που αναγνώστηκε ενώπιον του δικαστηρίου.
Όμως, τελικά κατάλαβε ότι η καθηγήτρια τον “εξανάγκαζε, ήλεγχε, χειραγωγούσε, κακοποιούσε σεξουαλικά και πνευματικά” κι ότι θα “συνδέεται για πάντα με εκείνη μέσω της ύπαρξης αυτού του παιδιού”.