Δημιουργός με ριζοσπαστική αισθητική και μοντέρνα θεματική, ο γεννημένος στο Μόναχο (23/3/1942), αλλά μεγαλωμένος στην Αυστρία Μίκαελ Χάνεκε σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και δράμα. Δούλεψε ως μοντέρ σε γερμανικό τηλεοπτικό σταθμό στο Μπάντεν Μπάντεν από το 1967 έως το 1970, περίοδο κατά την οποία θήτευσε και ως κριτικός ταινιών. Έγραψε σενάρια, φιλοσοφικά, πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα, ενώ έκανε το ντεμπούτο του ως τηλεοπτικός σεναριογράφος και σκηνοθέτης το 1974 με το “After Liverpool”. Για τα επόμενα 15 χρόνια απασχολήθηκε στη μικρή οθόνη, ανεβάζοντας παράλληλα θεατρικές παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία.
Το 1989 και σε ηλικία 47 ετών πέρασε για πρώτη φορά πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, απεικονίζοντας με ελλειπτικό, αποστασιοποιημένο κι εντελώς πρωτότυπο ύφος, μέσα από μια ντουζίνα ταινιών, τα πολλαπλά αδιέξοδα της σύγχρονης ευνομούμενης (δυτικής) κοινωνίας. Βραβευμένος με ξενόγλωσσο Όσκαρ, τρία Ευρωπαϊκά Βραβεία σκηνοθεσίας και δυο Χρυσούς Φοίνικες, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της τελευταίας τριακονταετίας.
Όταν προβλήματα χρηματοδότησης ανέβαλαν το “Flashmob”, ταινία πάνω στις διαδικτυακές κοινότητες, ιδέες του μεταφέρθηκαν στο “Happy End”, γαλλοαυστριακή παραγωγή με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ματιέ Κασοβίτς, Ζαν – Λουί Τρεντινιάν και Τόμπι Τζόουνς. Εδώ ένα εργατικό ατύχημα φέρνει στην επιφάνεια τα αθώα και ένοχα μυστικά της μεγαλοαστικής οικογένειας των Λοράν, ιδιοκτητών κατασκευαστικής εταιρίας.
Καθώς η δομή της (μετα)μοντέρνας κοινωνικής πραγματικότητας αποκαλύπτεται με τολμηρά διεισδυτικό τρόπο, ψυχολογικές συμπεριφορές και πολιτικο-οικονομικές συνθήκες φωτίζουν τις ανυπέρβλητες αντιθέσεις που γεννούν μεμονωμένα ή συλλογικά βίαια ξεσπάσματα. Μια σταθερή για τον Χάνεκε θεματική που τώρα εστιάζει στη διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, υιοθετώντας έναν πιο ανάλαφρο, σχεδόν κωμικό τόνο και μια αφήγηση γεμάτη παιχνιδιάρικα τρικ, τα οποία όμως δεν είναι όλα τους πετυχημένα.
11. “Η Ώρα του Λύκου” (“Le Temps du Loup”, 2003)
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται μια μητέρα η οποία, μετά τη δολοφονία του άντρα της από αγνώστους εισβολείς, περιφέρεται με τα παιδιά της σε μια έρημη (και χτυπημένη από κάποια καταστροφή;) χώρα.
Στον αγώνα του για επιβίωση ο άνθρωπος αποκαλύπτει τα βαθύτερα ένστικτά του και ο Χάνεκε – με έναν μπεργκμανικό, αλλά όχι απόλυτα πειστικό τρόπο – μελετά τη μετάλλαξη της κοινωνικής συμπεριφοράς του, ενώ αναρωτιέται πάνω στο πάθος του για εξουσία, στην πίστη του στις “υψηλές” αξίες, στις μεταφυσικές ανησυχίες του και στο υπαρξιακό κενό του, που τον συνοδεύει σαν προπατορικό αμάρτημα.
10. “Έβδομη Ήπειρος” (“Der Siebente Kontinent”, 1989)
Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χάνεκε, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο “Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών” των Καννών και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, παρακολουθούμε την καθημερινότητα ενός μηχανικού και μιας οπτικού, γονέων ενός μικρού κοριτσιού, οι οποίοι σχεδιάζουν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία.
Η μεσοαστική ρουτίνα τους ενοχλείται μόνο από μικρά περιστατικά, πίσω από την ήρεμη επιφάνεια, όμως, κάτι σιωπηλό και αποτρόπαιο καραδοκεί. Θα αποκαλυφθεί στο σοκαριστικό φινάλε, που μοιάζει να ξεπηδά αδικαιολόγητα βίαιο για μια χολιγουντιανή, εύκολη κοινωνιολογική εξήγηση την οποία ο σκηνοθέτης δεν υιοθετεί σε καμιά ταινία του. Απομυθοποιητικός και ψυχρός παρατηρητής, δεν προσφέρει ψυχολογικές δικαιολογίες για τις αυτοκαταστροφικές πράξεις των ηρώων του, έχει όμως περιγράψει αναλυτικά τη σχέση τους με έναν κόσμο κατανάλωσης, μηχανικής επανάληψης και νεκρωμένων συναισθημάτων.
9. “Άγνωστος Κώδικας” (“Code Inconnu”, 2000)
Ιστορίες ασχέτων μεταξύ τους χαρακτήρων (ένας εξ αυτών και η Ζιλιέτ Μπινός) διασταυρώνονται στο σύγχρονο Παρίσι και καθώς το τυχαίο αποκαλύπτεται σταδιακά ως κοινωνική αναγκαιότητα, σκιαγραφείται το πορτρέτο μιας πολυφυλετικής και πολύγλωσσης, άλλο τόσο όμως ρατσιστικής και ξενόφοβης Ευρώπης.
Η βία, πολυεπίπεδη και υπόγεια, είναι κυρίαρχη και οι άνθρωποι αποδεικνύονται τελικά ανίκανοι να συνεννοηθούν μεταξύ τους, καταδικασμένοι σε μια αλλοτριωτική μοναξιά. Όλα αυτά οργανωμένα με μέθοδο, ακρίβεια και αδιαμφισβήτητη σκηνοθετική επιδεξιότητα, η κλινική ψυχρότητα της οποίας κάνει το φιλμ να μοιάζει με εξίσωση προς απόδειξη, δεν γίνεται όμως ποτέ μανιέρα.
8. “Funny Games” (2007)
Μια δεκαετία μετά τα γερμανόφωνα “Παράξενα Παιχνίδια” ο Χάνεκε υπογράφει το αγγλόφωνο ριμέικ τους με τους Ναόμι Γουότς, Τιμ Ροθ, Μάικλ Πιτ και Μπρέιντι Κορμπέ (το σκηνοθέτη του “The Brutalist”), αντιγράφοντας το πρωτότυπο φιλμ πλάνο πλάνο και συστήνοντάς το σε ένα ευρύτερο, πιο εφησυχασμένο κοινό.
Η γεωγραφική αλλαγή (από τη βορειοευρωπαϊκή εξοχή σε εκείνη του Λονγκ Άιλαντ), το καστ και η γλώσσα είναι οι μόνες διαφορές των δυο φιλμ, κάτι που ενισχύει την περισσότερο πολιτική και λιγότερο κινηματογραφική διάσταση της επαναληπτικής χειρονομίας. Το ότι το σαδιστικό παιχνίδι προκαλεί τις ίδιες ανατριχίλες, ο απόλυτος αστικός εφιάλτης ξαναξυπνά ολοζώντανος και το πολλαπλών διαστάσεων σχόλιο διατηρείται εξίσου αιχμηρό κι ανατρεπτικό, επιβεβαιώνουν απλά ότι η πρωτότυπη ταινία, ακόμα και σε… φωτοτυπία, παραμένει ένα καθαρό αριστούργημα.
7. “Benny’s Video” (1992)
Η δεύτερη ταινία του Χάνεκε εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία και ακολουθεί έναν παθιασμένο με το βίντεο 14χρονο, ο οποίος χάνει την αίσθηση πραγματικότητας και αναπαράστασής της, οδηγούμενος σε έναν αναίτιο φόνο. Αφού τον διαπράξει, καταγράφει μια ομολογία στην κάμερα για τους γονείς του.
Η ηδονοβλεπτική προσέγγιση του απαγορευμένου, με έμφαση στη βία και τη συνολική εξάρτηση της κοινωνίας από την τεχνολογία, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του Αυστριακού auteur, ο οποίος θα αναδείξεισει με κινηματογραφική ακρίβεια, παντελώς αποστασιοποιημένη και “απαθή”, πως κάτω από το συνηθισμένο ελλοχεύει το αναπάντητο και πως τελικά είναι αυτό το ίδιο το προφανές που γεννά το (αποτρόπαιο) αναπάντεχο.
6. “71 Συμπτώσεις” (“71 Fragmente einer Chronologie des Zufalls”, 1994)
Ένα ακόμα πραγματικό περιστατικό οδηγεί σ’ ένα κινηματογραφικό παζλ παράλληλων αφηγήσεων με πρωταγωνιστές το τραγικό και το τυχαίο: την παραμονή των Χριστουγέννων του 1993 ένας 19χρονος φοιτητής σκοτώνει άγνωστους ανθρώπους που θα τύχει να βρεθούν σε μια τράπεζα, στην οποία θα εισβάλλει σκορπώντας το θάνατο.
Ο Χάνεκε αναζητά σχολαστικά, αλλά με φαινομενολογική, καθαρά κινηματογραφική μέθοδο και χωρίς καμιά κοινωνιολογική ή ψυχολογική επεξήγηση τα αίτια, κρυμμένα σε μια άψυχη, αλλοτριωμένη, καταναλωτική, κοινότοπη και μοναχική αστική καθημερινότητα. Χαρακτηριστικά είναι τα μεγάλης διάρκειας, ακίνητα πλάνα και η έλλειψη μουσικού σκορ, στοιχεία που χαρακτηρίζουν σταθερά το σκηνοθετικό ύφος του μέχρι και το “Happy End”.
5. “Η Δασκάλα του Πιάνου” (“La Pianiste”, 2001)
Ο Μίκαελ Χάνεκε προσθέτει στη φιλμογραφία του μια ακόμα σοκαριστική κοινωνική μελέτη, επικεντρωμένη στην αλλοτριωμένη ψυχολογία της σύγχρονης γυναίκας. Η ηρωίδα του, η Έρικα, είναι μια συντηρητική καθηγήτρια πιάνου η οποία κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με τη μητέρα της και έχει μάθει να καταπιέζει τις επιθυμίες της, ζώντας παράλληλα μια κρυφή ηδονοβλεπτική ζωή. Ένας νεαρός μαθητή της τής δίνει την ευκαιρία για μια υγιή ερωτική σχέση, εκείνη όμως προτιμά να τον παρασύρει σε ένα διεστραμμένο σαδομαζοχιστικό παιχνίδι.
Οι καταπιεστικές πολιτιστικές δομές που κρύβονται πίσω από τις νότες του Σούμπερτ και του Σούμαν κουβαλούν μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα βία που ξεσπά στα αυστηρά, γεωμετρικά πλάνα της “Δασκάλας…” σαν καταιγίδα, βάζοντας στο επίκεντρό της μια παγιδευμένη στον κοινωνικό ρόλο της μορφωμένη αστή – μια Ιζαμπέλ Ιπέρ (βραβείο ερμηνείας στις Κάννες) πραγματικά συγκλονιστική σε έναν εξοντωτικά απαιτητικό ρόλο.
4. “Κρυμμένος” (“Cache”, 2005)
Αριστοτεχνικά δομημένο θρίλερ πάνω στις απωθημένες ενοχές (ατομικές και συλλογικές) μιας φαινομενικά εφησυχασμένης κοινωνίας, οι οποίες επιστρέφουν ως Ερινύες. Ντανιέλ Οτέιγ και Ζιλιέτ Μπινός υποδύονται ένα ζευγάρι, η οικογενειακή γαλήνη του οποίου διαταράσσεται από την αποστολή βιντεοκασετών με αδιάφορο περιεχόμενο (η εξωτερική θέα του σπιτιού τους), που όμως μαρτυρούν ότι κάποιος τους παρακολουθεί συνεχώς.
Η πανταχού παρούσα κρυμμένη κάμερα μοιάζει να καταγράφει ακόμα και την εσωτερική συνείδηση των κοινωνικά υποδειγματικών χαρακτήρων, γεννώντας έναν αναπόδραστο τρόμο που από τεχνολογικός γίνεται πολιτικός, πολιτισμικός και εντέλει υπαρξιακός. Με εξαίρεση μια σκηνή σοκ, ο Χάνεκε αποφεύγει την όποια επίδειξη σωματικής βίας, υποβάλλει όμως τους ήρωές του (και το θεατή) σε ένα σκληρό διανοητικό μαρτύριο χωρίς λύτρωση. Βραβείο σκηνοθεσίας και Διεθνούς Ένωσης Κριτικών στις Κάννες, καλύτερη ταινία και τρία ακόμα Ευρωπαϊκά Βραβεία (σκηνοθεσία, α΄ αντρικός ρόλος, μοντάζ).
3. “Αγάπη” (“Amour”, 2012)
Ένα πρωί η Αν παθαίνει εγκεφαλικό και λίγο αργότερα ένα ακόμα σοβαρότερο. Ο Ζορζ πρέπει πλέον να την φροντίζει, βλέποντάς την να υποφέρει όλο και περισσότερο. “Υποσχέσου μου πως δεν θα με πας ποτέ σε νοσοκομείο” του ζητά εκείνη και ο Ζορζ καταλαβαίνει πως ο έρωτας απαιτεί θυσίες όχι μόνο για να γεννηθεί ή για να διαρκέσει, αλλά και για να πεθάνει.
Με κινηματογραφική απλότητα που κόβει την ανάσα, η “Αγάπη” αφηγείται πόσο σκληρό είναι το να ζεις με αξιοπρέπεια, πόσο επώδυνο είναι το να αγαπάς και πόσο μάταιο είναι το να κλείνεις τα μάτια σου μπροστά στην αλήθεια. Με έναν ωμό ρεαλισμό, που με… μαγικό τρόπο φτάνει ως την ονειρική απόδραση, περιγράφει την αναπόδραστη πραγματικότητα της ζωής και συγκινεί μέχρι δακρύων με την απέραντη τρυφερότητά της, στην πιο ρομαντική (πάντα όμως ρεαλιστικά ειλικρινή) στιγμή της χανεκικής φιλμογραφίας. Αλλά και στην πλέον πολυβραβευμένη: ξενόγλωσσο Όσκαρ (και τέσσερις ακόμα υποψηφιότητες), Χρυσός Φοίνικας, ξενόγλωσση Χρυσή Σφαίρα, πέντε Σεζάρ και τέσσερα Ευρωπαϊκά Βραβεία (ταινίας, σκηνοθεσίας και α΄ ρόλων για τους Ζαν – Λουί Τρεντινιάν και Εμανουέλ Ριβά).
2. “Παράξενα Παιχνίδια” (“Funny Games”, 1997)
Το φιλμ που καθιέρωσε τον Χάνεκε ως auteur πρώτης γραμμής, διχάζοντας κοινό και κριτικούς σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την επί της οθόνης βία. Η υπόθεση αυτού του “σαδιστικού” θρίλερ αφορά δυο νεαρούς που εισβάλλουν στο εξοχικό μιας τριμελούς αστικής οικογένειας, κρατούν όμηρους τα μέλη της, τα υποβάλουν σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, ενώ στη συνέχεια τα εξοντώνουν ένα-ένα.
Το ίδιο παγιδευμένος μ’ αυτά νιώθει και ο θεατής, “όμηρος” μιας μυθοπλασίας που δεν μπορεί να ελέγξει, καθώς εκείνη δεν του προσφέρει καμιά διέξοδο (χολιγουντιανής) κάθαρσης. Ο Χάνεκε φτάνει μάλιστα στο σημείο να παρέμβει μπρεχτικά στην αφήγηση, περιπαίζοντας τις τελευταίες ελπίδες ηρώων και θεατών για λυτρωτική εκδίκηση (η σκηνή με το τηλεκοντρόλ), ενώ παμπόνηρα κρατά τη μετωπική βία (χιλιοστά) εκτός κάδρου, χωρίς το όλο θέαμα να πάψει στιγμή να είναι βασανιστικά δυσβάσταχτο και σοκαριστικό. Μια τολμηρή επιλογή η οποία “επιτίθεται” στους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κώδικες και στις ψυχολογικές δικλίδες ασφαλείας τους, εγείροντας μια σειρά κρίσιμων κινηματογραφικών ερωτημάτων πάνω στην αναπαράσταση της βίας χωρίς εύκολες απαντήσεις.
1. “Η Λευκή Κορδέλα” (“Das Weisse Band”, 2009)
Ένας δάσκαλος “επιστρέφει” στο 1913, στα νιάτα του και σ’ ένα γερμανικό χωριό το οποίο στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου φυλάει προσεκτικά μερικά μικρά, μα πολύτιμα μυστικά. Με γραμμική αφήγηση που περιστρέφεται σχολαστικά γύρω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα, ο Χάνεκε υιοθετεί ένα διαφορετικό από το μέχρι τώρα γνώριμο κινηματογραφικό του στιλ, δεν απομακρύνεται όμως χιλιοστό από τη σταθερή προβληματική του. Έτσι, ένα ιστορικό δράμα με μυθιστορηματική δομή που στα χέρια άλλου σκηνοθέτη θα μετατρέπονταν σε ακαδημαϊκή ηθογραφία ή τηλεοπτική μίνι σειρά, μεταπλάθεται σε μια διεισδυτική, πικρή, μα καίρια μελέτη πάνω στην αποδόμηση της εσωτερικής συνοχής της δυτικής κοινωνίας, τον καθημερινό φασισμό και τη γέννηση της “φαιάς πανούκλας” που οδήγησε στην εκατόμβη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μελέτη πάνω στο συλλογικό φόβο, ψυχολογική και ιστορική ακτινογραφία (σε εύθρυπτο ασπρόμαυρο) μιας ολόκληρης εποχής και της πολιτισμικής της χρεοκοπίας, κοινωνικό θρίλερ με φροϋδικές αναφορές, το πολυεπίπεδο αριστούργημα του Χάνεκε συνοψίζει με τη κινηματογραφική στιβαρότητα ενός Ντράγιερ και την αναλυτική επιδεξιότητα ενός Μπέργκμαν την ιστορική διαδρομή της Ευρώπης του 20ου αιώνα. Μεγάλος καλλιτεχνικός θρίαμβος, θα αποσπάσει τον Χρυσό Φοίνικα και το βραβείο κριτικών στις Κάνες, την ξενόγλωσση Χρυσή Σφαίρα, δυο οσκαρικές υποψηφιότητες (φωτογραφίας, ξενόγλωσσης ταινίας) και τα Ευρωπαϊκά Βραβεία ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου.