του Κώστα Ράπτη
Τη διατάραξη ή τη συνέχεια; Το δίλημμα των Αμερικανών ψηφοφόρων στις εκλογές της Τρίτης αποτελεί ταυτόχρονα και το μέγα ερώτημα του διεθνούς ακροατηρίου, καθώς η ανάδειξη είτε του Ντόναλντ Τραμπ είτε της Κάμαλα Χάρις στην προεδρία συνεπάγεται, ασχέτως της βαθύτερης συνέχειας των κρατικών στρατηγικών της υπερδύναμης, αισθητές διαφορές στο πώς πρόκειται οι ΗΠΑ να αλληλεπιδράσουν την προσεχή τετραετία με τον υπόλοιπο κόσμο.
Αλλά και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι δεν είναι διόλου αδιάφοροι προς τη διεθνή διάσταση της επιλογής που καλούνται να κάνουν, μολονότι η παραδεδομένη σοφία τους θέλει να αποφασίζουν με κριτήριο κατεξοχήν τα εγχώρια οικονομικά.
Σε δημοσκόπηση του έγκριτου Pew Research Centre τον Σεπτέμβριο, η εξωτερική πολιτική κατατάσσεται στην πραγματικότητα αρκετά ψηλά στις ανησυχίες των ψηφοφόρων – με το 54% των υποστηρικτών της Χάρις και το 70% των υποστηρικτών του Τραμπ να τη χαρακτηρίζουν “πολύ σημαντική”, περισσότερο (κατά μέσο όρο) απ’ ό,τι την οπλοφορία, την άμβλωση, την εγκληματικότητα κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, είναι σημαντική η κατανόηση της θέσης των μονομάχων στα σημαντικά διεθνή ζητήματα των ημερών.
Τομές με την παράδοση
Στην εναρκτήρια ομιλία του το 2017 ο Τραμπ ζωγράφισε μια σκοτεινή εικόνα των ΗΠΑ. Στα λεγόμενά του, η χώρα του γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από άλλα έθνη, ειδικά στο εμπόριο και την ασφάλεια, ενώ παραμελούσε τις εσωτερικές προκλήσεις. Για να ανατραπεί αυτό, ο Τραμπ υποσχέθηκε μια κυβερνητική πολιτική υπό το σύνθημα “Πρώτα η Αμερική”. Και στην πράξη, υπενθυμίζει ο συνδιευθυντής του Transatlantic Policy Center Γκάρετ Μάρτιν, η εξωτερική πολιτική Τραμπ αποδείχτηκε σίγουρα ανατρεπτική. Χαρακτηριστική υπήρξε η αναίρεση αποφάσεων που είχε λάβει η προηγούμενη κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα, όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Οι διατλαντικές σχέσεις ήταν τεταμένες επί Τραμπ, ειδικά λόγω της εχθρότητάς του προς το ΝΑΤΟ: Έβριζε συστηματικά συμμάχους σε συνόδους κορυφής υψηλού επιπέδου και φέρεται ότι κόντεψε να αποσυρθεί εντελώς από τη συμμαχία το 2018. Οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πήγαν καθόλου καλύτερα. Το 2018, οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς στις ευρωπαϊκές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, επικαλούμενες ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.
Ο Τραμπ διέκοψε επίσης τη συνέχεια με τις πολιτικές προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων για την Ασία. Μία από τις πρώτες του κινήσεις το 2017 ήταν να εγκαταλείψει την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership που είχε διαπραγματευτεί ο Ομπάμα. Το δε κείμενο στρατηγικής εθνικής ασφάλειας του Τραμπ στα τέλη του 2017 ανακοίνωσε μια σημαντική στροφή ως προς τις σχέσεις με την Κίνα, την οποία χαρακτήρισε ως “στρατηγικό ανταγωνιστή” – υπονοώντας μεγαλύτερη έμφαση στην ανάσχεση του ασιατικού γίγαντα, παρά στη συνεργασία μαζί του.
“Ιέρακας” αποδείχθηκε ο Τραμπ ιδιαίτερα στον τομέα του εμπορίου. Η κυβέρνησή του επέβαλε τέσσερις γύρους δασμών το 2018-19, επηρεάζοντας κινεζικά προϊόντα αξίας 360 δισ. δολαρίων. Το Πεκίνο, φυσικά, απάντησε με δικούς του δασμούς. Οι δύο χώρες υπέγραψαν τη λεγόμενη “συμφωνία πρώτης φάσης” τον Ιανουάριο του 2020, που προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τον εμπορικό πόλεμο. Αλλά η πανδημία του COVID-19 ακύρωνε κάθε πιθανότητα επιτυχίας και οι σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω με τις δηλώσεις Τραμπ περί “κινεζικού ιού”.
Εκτός πολυμερών συμφωνιών
Εκτός από την αποχώρηση από τις Συμφωνίες του Παρισιού για το κλίμα το 2017, ο Τραμπ εγκατέλειψε τη συμφωνία για το πυρηνικό Ιράν το 2018 και υιοθέτησε πολιτική “μέγιστης πίεσης” προς την Ισλαμική Δημοκρατία μέσω κυρώσεων, ενώ ενέκρινε τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί το 2020, εγκαινιάζοντας έναν σύντομο (και πολύ διδακτικό σήμερα) γύρο ιρανικών αντιποίνων. Η κυβέρνησή του υπέγραψε επίσης συμφωνία για τον τερματισμό της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν και απέσυρε δυνάμεις από τη βόρεια Συρία (αν και όχι, όπως θα ήθελε, ολοκληρωτική), συνεχίζοντας πάντως την εκστρατεία βομβαρδισμών κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Το υπόδειγμα της νέας Μέσης Ανατολής, όπως την οραματιζόταν το επιτελείο Τραμπ, έδωσαν οι λεγόμενες “Συμφωνίες του Αβραάμ”, μέσω των οποίων ο Τραμπ διευκόλυνε την εγκαθίδρυση διπλωματικών δεσμών μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΑΕ, του Μπαχρέιν και του Μαρόκου. Θεματική τομή σε σχέση με την προηγούμενη αμερικανική πολιτική ήταν επίσης η μεταφορά στην Ιερουσαλήμ της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ και η αναγνώριση της προσάρτησης των κατεχόμενων από το 1967 Υψωμάτων του Γκολάν.
Κατά βάθος συνέχεια
Αν και δεν ανέλαβε καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική, η Κάμαλα Χάρις, από την πλευρά της, ήταν αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης που διακήρυσσε ως προτεραιότητα την αποκατάσταση των σχέσεων των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους και την περισσότερο παραγωγική εμπλοκή με τον υπόλοιπο κόσμο. Εμβληματική από αυτή την άποψη ήταν η ανατροπή των αποφάσεων του Τραμπ για αποχώρηση των Συμφωνιών του Παρισιού για το κλίμα και αποχώρηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ωστόσο, σε άλλους τομείς η κυβέρνηση Μπάιντεν έδειξε περισσότερη συνέχεια με τις πολιτικές Τραμπ από ό,τι περίμεναν πολλοί. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν δεν έχουν αποκλίνει ουσιαστικά από τον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα, παρόλο που οι τακτικές διέφεραν λίγο. Η κυβέρνηση διατήρησε τη δασμολογική προσέγγιση του Τραμπ, προσθέτοντας ακόμη και τους δικούς της στοχευμένους γύρους κατά του Πεκίνου στα ηλεκτρικά οχήματα. Επιπλέον, καλλιέργησε διαφορετικές διπλωματικές πλατφόρμες στον Ινδο-Ειρηνικό, για να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην Κίνα. Αυτό περιελάμβανε την καλλιέργεια του διαλόγου Quad με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία, καθώς και τη συμφωνία AUKUS με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Από την άλλη, η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε ορισμένους διαύλους επικοινωνίας με την Κίνα στο υψηλότερο επίπεδο, με τον Μπάιντεν να συναντά τον Σι Τζινπίνγκ δύο φορές κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Σε δύο μέτωπα
Η πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη Μέση Ανατολή αρχικά λίγο διέφερε από αυτήν του Τραμπ. Το 2021 οι ΗΠΑ ολοκλήρωσαν (αν και χαοτικά και μάλλον ταπεινωτικά) την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, όπως είχε συμφωνηθεί υπό τον Τραμπ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν υιοθέτησε επίσης τις Συμφωνίες του Αβραάμ, πασχίζοντας να πετύχει την προσχώρηση σε αυτές της Σαουδικής Αραβίας. Φυσικά, οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023 στο Ισραήλ άλλαξαν εντελώς την εξίσωση στη Μέση Ανατολή. Ο Μπάιντεν και η Χάρις προσπάθησαν, σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς, να εξισορροπήσουν τη στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη προς το Ισραήλ με τις προσπάθειες διαμεσολάβησης για την απελευθέρωση των ομήρων και τη διασφάλιση της κατάπαυσης του πυρός.
Οι διατλαντικές σχέσεις, ωστόσο, είναι ένας τομέας όπου υπήρξαν έντονες διαφορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο τόνος της κυβέρνησης Μπάιντεν – Χάρις ήταν σε έντονη αντίθεση με αυτόν του Τραμπ, επιβεβαιώνοντας συχνά τη σαφή δέσμευσή της στο ΝΑΤΟ. Και μόλις η Ρωσία ξεκίνησε την παράνομη εισβολή της τον Φεβρουάριο του 2022, οι ΗΠΑ τοποθετήθηκαν στην πρώτη γραμμή της υποστήριξης της Ουκρανίας.
Πώς τοποθετούνται στα επιμέρους ζητήματα οι δύο μονομάχοι
Ουκρανία και ΝΑΤΟ
Το πεδίο στο οποίο είναι πιθανότερες οι μεγάλες ανατροπές (αν και όχι τόσο μεγάλες όσο φαντάζονται οι Δημοκρατικοί και τα προσκείμενα σε αυτούς μέσα) σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ αφορά το πλέγμα των σχέσεων με τη Ρωσία, της στήριξης προς την Ουκρανία και της συνολικότερης δέσμευσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Το αφήγημα του Russiagate, που επιστρατεύτηκε για να ερμηνεύσει την εκλογική έκπληξη του 2016, θέλει τον Τραμπ περίπου ως ενεργούμενο του Πούτιν, ενώ οι συνεχείς καταγγελίες του Ρεπουμπλικανού μεγιστάνα για τους “τζαμπατζήδες” Ευρωπαίους συμμάχους, οι οποίοι δεν τηρούν καν τη δέσμευση για διοχέτευση του 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, δεν τον καθιστούν διόλου δημοφιλή στις ηγεσίες εντεύθεν του Ατλαντικού.
Τα πράγματα έγιναν περισσότερο περίπλοκα με την τελευταία επίσκεψη του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στις ΗΠΑ, η οποία θεωρήθηκε ανάμιξη στην προεκλογική εκστρατεία υπέρ της Χάρις, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η συνάντησή του με τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής. Στη δε συνάντηση Ζελένσκι – Τραμπ ο πρώην πρόεδρος ανέφερε στον εμβρόντητο συνομιλητή του τις καλές του σχέσεις με τον Πούτιν.
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι έχει τον τρόπο να τερματίσει την ουκρανική σύγκρουση ευθύς μετά την εκλογική του νίκη, ενώ δεν διστάζει να χλευάζει τον Ουκρανό πρόεδρο ως “τον καλύτερο έμπορο στον πλανήτη”, που έπειτα από κάθε επίσκεψή του στις ΗΠΑ φεύγει με δισ. δολάρια. “Δεν υπάρχει καμία συμφωνία που θα μπορούσε να έχει υπογράψει, η οποία θα ήταν χειρότερη από την κατάσταση που έχουμε τώρα”, έχει επίσης υποστηρίξει, σε ευθεία αμφισβήτηση του κυρίαρχου αφηγήματος περί “εφικτής νίκης” της Ουκρανίας, ότι “έχουμε μια χώρα που έχει εξαλειφθεί, δεν είναι δυνατό να ανοικοδομηθεί”.
Μέση Ανατολή
Σε περίπτωση που η Χάρις κληρονομήσει τη σύγκρουση στη Γάζα, αναμένεται να ακολουθήσει μια κάπως πιο σκληρή γραμμή έναντι του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου από τον Μπάιντεν, του οποίου η προσέγγιση έχει αποξενώσει την προοδευτική βάση του κόμματός του και αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής στο να εξασφαλίσει αλλαγή πορείας. Όμως, ενώ η Χάρις έχει υποσχεθεί στους ψηφοφόρους ότι η δική της προεδρία δεν θα είναι συνέχεια αυτής του Μπάιντεν, δεν έχει αποστασιοποιηθεί από τη θέση του Μπάιντεν σχετικά με τις προμήθειες όπλων στο Ισραήλ.
Το πώς θα προσέγγιζε ο Τραμπ τον πόλεμο είναι πιο δύσκολο να προβλεφθεί. Δημόσια κάλεσε το Ισραήλ να “τελειώσει το πρόβλημα” και κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι προσπαθεί να “φρενάρει” τον Νετανιάχου. Αλλά ο Τραμπ έχει επίσης σηματοδοτήσει ότι η υποστήριξή του στο Ισραήλ δεν είναι απεριόριστη. Ο πρώην πρόεδρος αρνήθηκε να πει σε συνέντευξή του τον Απρίλιο στο περιοδικό Time εάν θα σκεφτόταν να αξιοποιήσει στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ. Σε ένα εντυπωσιακό σχόλιο, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Τραμπ, Τζ. Ντ. Βανς, είπε ότι τα συμφέροντα του Ισραήλ δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μετά τη συνάντηση με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό τον Ιούλιο, η Χάρις είπε ότι η λύση δύο κρατών παραμένει ο “μόνος δρόμος” προς τα εμπρός. Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής συζήτησης εάν θα υποστήριζε τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, ο Τραμπ είπε: “Θα έπρεπε να δω”.
Πληθωρισμός
Η Χάρις έθεσε ως πρώτη της προτεραιότητα τη μείωση του κόστος διατροφής και στέγασης για τις εργαζόμενες οικογένειες. Υπόσχεται να απαγορεύσει την αύξηση των τιμών στα είδη παντοπωλείου, να βοηθήσει τους αγοραστές πρώτης κατοικίας, να αυξήσει την προσφορά στέγης και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Ο Τραμπ υποσχέθηκε να τερματίσει τον πληθωρισμό και να κάνει την Αμερική “και πάλι προσιτή” και όταν ρωτήθηκε, είπε ότι περισσότερες γεωτρήσεις για πετρέλαιο θα μειώσουν το ενεργειακό κόστος. Έχει υποσχεθεί να προσφέρει χαμηλότερα επιτόκια, κάτι που ο πρόεδρος δεν ελέγχει, και υποστηρίζει ότι η απέλαση μεταναστών χωρίς έγγραφα θα μειώσει την πίεση στη στέγαση. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η υπόσχεσή του να επιβάλει υψηλότερους δασμούς στις εισαγωγές θα μπορούσε να ανεβάσει τις τιμές.
Φόροι
Ο Χάρις θέλει να αυξήσει τους φόρους σε μεγάλες επιχειρήσεις και ιδιώτες με εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων ετησίως. Αλλά έχει επίσης εξαγγείλει μια σειρά από μέτρα που θα μειώσουν τη φορολογική επιβάρυνση των οικογενειών, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των φοροαπαλλαγών για κάθε παιδί. Εμφανίζεται ηπιότερη του Μπάιντεν σχετικά με τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, υποστηρίζοντας μια πιο μέτρια αύξηση από 23,6% σε 28% και όχι 44,6%. Ο Τραμπ προτείνει μια σειρά φορολογικών περικοπών αξίας τρισεκατομμυρίων, συμπεριλαμβανομένης της παράτασης των περικοπών του το 2017 που βοήθησε κυρίως τους πλούσιους. Οι δημοσιονομικές απώλειες θα αναπληρωθούν, υποστηρίζει, μέσω της υψηλότερης ανάπτυξης και των δασμών στις εισαγωγές. Οι αναλυτές λένε ότι και τα δύο φορολογικά σχέδια θα αυξήσουν το έλλειμμα, αλλά του Τραμπ περισσότερο.
Εμπόριο
Η Χάρις επέκρινε το σαρωτικό σχέδιο του Τραμπ να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές, αποκαλώντας το εθνικό φόρο στις εργαζόμενες οικογένειες, που θα κοστίζει σε κάθε νοικοκυριό 4.000 δολάρια τον χρόνο. Αναμένεται να έχει μια πιο στοχευμένη προσέγγιση για τη φορολόγηση των εισαγωγών, διατηρώντας τους δασμούς που εισήγαγε η κυβέρνηση Μπάιντεν σε ορισμένες κινεζικές εισαγωγές, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα.
Ο Τραμπ έχει κάνει τους δασμούς κεντρική υπόσχεση σε αυτή την εκστρατεία. Έχει προτείνει νέους δασμούς 10%-20% στα περισσότερα ξένα αγαθά και πολύ υψηλότερους για αυτά από την Κίνα. Υποσχέθηκε επίσης να δελεάσει τις εταιρείες να παραμείνουν στις ΗΠΑ για την κατασκευή αγαθών, παρέχοντάς τους χαμηλότερο συντελεστή εταιρικού φόρου.
Κλίμα
Η Χάρις, ως αντιπρόεδρος, βοήθησε στην ψήφιση του νόμου για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος διοχέτευσε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προγράμματα πίστωσης φόρου και εκπτώσεων για ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά έχει εγκαταλείψει την αντίθεσή της στην υδραυλική ρηγμάτωση (fracking), τεχνική άντλησης φυσικού αερίου και πετρελαίου που καταγγέλλεται από τους περιβαλλοντολόγους.
Ο Τραμπ, ενώ βρισκόταν στον Λευκό Οίκο, απέσυρε εκατοντάδες περιβαλλοντικά μέτρα προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των ορίων στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και οχήματα. Σε αυτή την προεκλογική περίοδο έχει ορκιστεί να επεκτείνει τις γεωτρήσεις στην Αρκτική και να επιτεθεί σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα.