86.000 κόσμο μας ενημέρωσε το φεστιβάλ πως πέρασαν φέτος από τις αίθουσες και τους χώρους της διοργάνωσης στη Θεσσαλονίκη, με το επιπλέον αναγκαίο context: Αυτά είναι τα θρυλούμενα «προπανδημικά επίπεδα» που οι πάντες, σε κάθε industry και σε κάθε επίπεδο του κάθε industry, αποζητούν.
Δηλαδή, ένας αριθμός που να επιβεβαιώνει την επιστροφή, πίσω στο τότε, στο νορμάλ.
Χαίρομαι που οι αριθμοί επιβεβαίωσαν την αίσθηση που αποκόμιζε κανείς ούτως ή άλλως κυκλοφορώντας – στην προβλήτα όπου πάντα έπρεπε να υπολογίσεις ένα έξτρα 20λεπτο χρόνου απλώς για να χαιρετίσεις όσο κόσμο πετύχαινες διασχίζοντάς τη, στην Αριστοτέλους περιμένοντας να μπεις σε κάποια sold out προβολή του Ολύμπιον, στις υπέροχες εκθέσεις που καλωσόριζαν τον κόσμο στην προβλήτα, στα masterclass και τις συζητήσεις (όπως αυτή για την queer εκπροσώπηση που φίσκαρε τον Παύλο Ζάννα το τελευταίο Σάββατο του φεστιβάλ) στα γεμάτα πάρτυ (επίσημα και μη), στα πολυσύχναστα στέκια (παλιά και καινούρια).
Ήταν μια διοργάνωση που μπόρεσε επιδέξια να συνδυάσει το εστέτ με το λαϊκό, προγραμματίζοντας μερικές εξαιρετικές πρεμιέρες της υπόλοιπης σεζόν (από μάλλον οσκαρικό νέο Αλεξάντερ Πέιν μέχρι μαζικό Κέν Λόουτς, κι από το σεξ και το πάθος στα Περάσματα ως την νέα κοινωνική χαρτογράφηση του Ράντου Ζούντε), προτείνοντας μια ευρύτερη ανάγνωση του σινεμά μέσα από το σπουδαίο αφιέρωμα Φαντάσματα (με ταινίες μεταξύ άλλων από Σαντάλ Άκερμαν, Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν, Κιγιόσι Κουροσάβα, Λουκρέσια Μαρτέλ), προβάλλοντας το επεισόδιο του Milky Way με τη Φουρέιρα και ζητώντας από τον πάλαι ποτέ σκηνοθέτη indie ταινιών και νυν σκηνοθέτη μπλοκμπάστερ σειρών Τζέρεμι Ποντέσουα να μιλήσει για τα πάντα όλα, βραβεύοντας τον Νίκο Περάκη αλλά και επανασυστήνοντας τον Τάκη Κανελλόπουλο, φέρνοντας λαμπρή τιμώμενη την Μόνικα Μπελούτσι (η οποία και πήγε να δει μεταξύ άλλων την έκθεση για τον Τάκη Κανελλόπουλο, αν αναρωτιέστε).
Το να στήσεις μια διοργάνωση που να ακουμπάει τόσες διαφορετικές χορδές του σινεφίλ όντος δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε φυσικά εύκολο, αλλά το φετινό φεστιβάλ είχε την όρεξη και τις ιδέες να το κάνει.
Και καθώς το αφήνουμε πίσω, κρατάμε τις εικόνες μισής ντουζίνας προσώπων που πιθανότατα στο μέλλον θα είναι στο μυαλό μας ένα με τη φετινή διοργάνωση.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ
MOTIONTEAM / ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
Ο ελληνικής καταγωγής, βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα – το καλοκαίρι στο Evia Film Project είχε μιλήσει για το αμφιλεγόμενο προηγούμενο φιλμ, Downsizing, ενώ παλαιότερα είχε διατελέσει και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στη Θεσσαλονίκη. Αυτή τη φορά όμως ήταν εδώ ως λαμπρός καλεσμένος και τίποτα άλλο.
Παρουσιάζοντας τη νέα του ταινία, Τα Παιδιά του Χειμώνα, με τον Πολ Τζιαμάτι σε τρομερά κέφια, μια ταινία που μας ταξιδεύει δεκαετίες πίσω στη διάρκεια χριστουγεννιάτικων διακοπών στις οποίες ένας μαθητής ξεμένει στο ακριβό του σχολείο παρέα με τον πιο στρυφνό καθηγητή του – κανείς δεν θέλει να είναι εκεί, όμως μέσα από αυτή τη συνύπαρξη θα ανακαλύψουν κάτι αναπάντεχο, καθένας για τον εαυτό του.
Είναι ένα φιλμ με επιρροές από το αμερικάνικο σινεμά των ‘70s, μια ταινία εποχής που όπως είπε ο ίδιος ο Πέιν στη συνέντευξη τύπου, δεν γυρίστηκε σα να ήταν ταινία εποχής, παρά έδωσε οδηγία στους συνεργάτες του να λειτουργούν σα να γύριζαν μια σύγχρονη ταινία – απλά να βρίσκονταν στα ‘70s. Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες (ο καθηγητής, ο μαθητής, αλλά και η υπεύθυνη της κουζίνας που επίσης μένει εκεί για τις διακοπές) είναι παιγμένοι ο ένας καλύτερα από τον άλλο κι ο Πέιν στήνει με σιγουριά, και συνδυάζοντας ζεστασιά και αλλά και μπόλικη πίκρα, ένα οικείο πορτρέτο ενηλικίωσης που θα αρέσει στο κοινό και θα πάει σφαίρα για (πολλά) Όσκαρ.
Το Magazine κάθισε και συζήτησε αναλυτικά με τον Πέιν, για την νέα του ταινία, τις επιρροές του, τον Πολ Τζιαμάτι και το πώς στήνεις τόσους αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, σε μια κουβέντα που θα δημοσιευτεί τον Ιανουάριο μαζί με την κυκλοφορία της ταινίας.
ΜΟΝΙΚΑ -ΛΟΥΤΣΙ
Είναι δύσκολο να περιγραφεί αν δεν είσαι εκεί, αλλά υπήρχε πάντα μια απροσδιόριστη αίσθηση ενθουσιασμού και έντασης γύρω από την παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι και την επίσκεψή της στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέλαβε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Υπάρχουν οι ηθοποιοί που κάθε θεατής θεωρεί αγαπημένους ή κορυφαίους, υπάρχουν οι ηθοποιοί που είναι σταρ. Κι ύστερα, υπάρχει η Μόνικα Μπελούτσι, μια πρωταγωνίστρια που υπερβαίνει τη διασημότητα. Διάσημοι άνθρωποι υπάρχουν πολλοί, και αρκετοί από αυτούς (τυχαίνει να) κάνουν σινεμά. Η Μπελούτσι διαφέρει– είναι από εκείνες τις διαχρονικά σπάνιες κι ελάχιστες ηθοποιούς που θα ήταν αδιανόητο να μην βρίσκονται στην οθόνη του σινεμά. Δεν εξηγείται εύκολα, δεν είναι επιστήμη, είναι κάτι που απλά το καταλαβαίνεις.
Μπροστά σε μια τέτοια παρουσία ένιωθες τους πάντες να νιώθουν τα πάντα – τον κόσμο, τους δημοσιογράφους, τους περαστικούς, τους διοργανωτές. Όλους. Η παρουσία της και μόνο δημιουργεί ξαφνικά ένα πέπλο self-awareness σε κάθε αίθουσα ή σε κάθε χώρο που βρίσκεται. Κι ως εκ τούτου, κάθε event αποκτά μια ξεχωριστή διάσταση. Ακόμα και στον ευρύτερο, εκτός φεστιβάλ χώρο της Θεσσαλονίκης: Όλοι συζητούσαν για το γεγονός πως η Μπελούτσι είναι εδώ, είναι όντως κάπου εδώ.
Τα δύο βράδια εκεί, παρουσίασε δύο ταινίες της, Μαρία Κάλλας: Επιστολές και Αναμνήσεις (ένα υβριδικό φιλμ βασισμένο στην θεατρική παράσταση που έδωσε ως Κάλλας, και που πέρασε κι από το Ηρώδειο) και την παλαιότερη Μαλένα του Τζουζέπε Τορνατόρε. Στην δεύτερη αυτή προβολή παρέλαβε και τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο, ενώ το ενδιάμεσο πρωινό μίλησε με τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους για την Κάλλας και για πολλά περισσότερα – μια κουβέντα που καταγράψαμε αναλυτικότερα τότε. Όπως κι αν το δει πάντως κανείς, μια σημαντική παρουσία για το φεστιβάλ.
ΣΟΦΙΑ ΕΞΑΡΧΟΥ
ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ / ΒΑΣΙΛΗ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ
Η Σοφία Εξάρχου (κέντρο) δεν γύρισε απλώς μια εξαιρετική ελληνική ταινία –κι άλλοι, κι άλλες το έκαναν φέτος– αλλά έγραψε και ιστορία με αυτήν. Το Animal της, έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που κερδίζει τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ και 30 χρόνια. Είναι η μοναδική φορά μες στον 21ο αιώνα που το μεγαλύτερη ελληνικό φεστιβάλ κινηματογράφου, το κερδίζει ελληνική ταινία.
Τo Animal αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας εργατών της βιομηχανίας τουρισμού που δουλεύουν σεζόν σε ξενοδοχείο στην Κρήτη. Όμως παρόλο που κάθε βράδυ αναγκάζονται να φορέσουν τα πιο αστραφτερά τους κουστούμια και τα πιο λαμπερά τους χαμόγελα και να δώσουν περφόρμανς για τους (απρόσωπους στην ταινία) τουρίστες, στα παρασκήνια ο κόσμος αυτός κλείνει ασφυκτικά καταπάνω τους. Αλλά όπως λέει κι ο ποιητής, the show must go on.
Η Εξάρχου μιλάει με την ταινία για την πλευρά του τουρισμού που ο τουρίστας ποτέ δε θα αντικρύσει, μιλάει για το εργασιακό περφόρμανς όλων μας στην εποχή του καπιταλισμού, και το κάνει την ώρα που στήνει ένα ιδιόμορφο, αντιδιαμετρικό coming of age δύο ηρωίδων που περπατάνε η μία στα μονοπάτια που κάποτε περπάτησε / κάποτε θα περπατήσει η άλλη. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι εξαιρετικό, με την Δήμητρα Βλαγκοπούλου να κερδίζει άξια τα βραβεία ερμηνείας τόσο στο Λοκάρνο (όπου έκανε παγκόσμια πρεμιέρα η ταινία) όσο και στη Θεσσαλονίκη και τη Φλομαρία Παπαδάκη (δεξιά στην παραπάνω φωτό, δίπλα στην Εξάρχου και στην παραγωγό Μαρία Δρανδάκη) να αφήνει μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον.
Μα κυρίως έχουμε μια νεαρή σκηνοθέτη στη δεύτερή της ταινία, να τραβάει την προσοχή της κινηματογραφικής Ευρώπης και να πετυχαίνει μια κάποια ιστορική συγκυρία εντός συνόρων — μια ταινία, συμπτωματικά ή μη, που έχει κάτι πολύ καίριο να πει (και το λέει με τεράστιο πάθος) για την Ελλάδα στο σήμερα.
Πολύ περισσότερα για το Animal, δια στόματος Σοφίας Εξάρχου, από την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας το καλοκαίρι που πέρασε.
ΒΙΚΥ ΚΑΓΙΑ
ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ / ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΕΡΖΙΕΜΕΚΙΔΟΥ
Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση πως στην νέα ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη (aka The Boy) με τίτλο Πολύδροσο, έναν εκ των πρωταγωνιστικών ρόλων κρατά η Βίκυ Καγιά. Το ότι ο ρόλος αυτός θα ήταν δίπλα στην Σοφία Κόκκαλη (ίσως την κορυφαία ηθοποιό της γενιάς της και συχνή συνεργάτη του Βούλγαρη) έφτιαξε εξαρχής έναν μικρό συμβολισμό για το απρόσμενο του όλου αυτού ταιριάσματος, όσο και αμέσως μια πρόκληση για την Καγιά. Αν έχεις δει ταινίες όπως το Νήμα και το Σελήνη, 66 Ερωτήσεις ξέρεις τι ερμηνευτική δύναμη μπορεί να κουβαλά η Κόκκαλη.
Και να πούμε κάτι; Η Καγιά είναι φανταστική.
Όχι φανταστική με την έννοια του ότι «α, στέκεται εξαιρετικά, κανείς δεν το περίμενε». Όχι φανταστική με έναν τρόπο σαν «α, παίζει ο Λεμπρόν Τζέιμς στο Trainwreck, περίμενα να είναι άμπαλος σαν τον Τζόρνταν, αυτός μια χαρά τα λέει, σοκ!». Απλά και καθαρά, είναι εξαιρετική. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος η Βίκυ Καγιά να είναι τόσο καλή σε μια κινηματογραφική ερμηνεία όπου το φιλμ στηρίζεται κατά 50% πάνω της, και πού σε αρκετά σημεία καλείται να φέρει εις πέρας απαιτητικούς μονολόγους με διαρκείς εναλλαγές διαθέσεων και με το κάδρο να γεμίζει αποκλειστικά από την ίδια. Πότε έγινε αυτό, και πώς;
Το Πολύδροσο (στη φωτό ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές παρουσιάζουν την ταινία στο κοινό) ακολουθεί την ιστορία μιας Σοφιάς και μιας άλλης Σοφίας. Μητέρα και κόρη. Η κόρη επιστρέφει στο Πολύδροσο για να φροντίσει την μητέρα της που είναι άρρωστη, αλλά στη γειτονιά εκείνη βρίσκει να την περιμένουν όσα κάποτε την έδιωξαν μακριά. Φαντάσματα του παρελθόντος τις στοιχειώνουν όμως η τρυφερότητα διαπερνά τον χρόνο. Όμορφη, δοτική ταινία που δεν αποφεύγει τις κοιλιές της όμως χαρακτηρίζεται από μια αφοπλιστική συναισθηματικότητα που απλώνεται στην οθόνη σαν χάδι και δίχως να λειτουργεί εκβιαστικά. Δύσκολη αυτή η ισορροπία.
Θα πούμε πολλά περισσότερα όταν κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες αλλά ως τότε, θα θυμόμαστε για πάντα εκείνη τη φορά που ανεβήκαμε σε ένα ακόμα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μέχρι να φύγουμε δεν σταματάγαμε να ακούμε σε πηγαδάκια παραλλαγές του «Είδες Πολύδροσο; Δεν ήταν πολύ καλή η Καγιά;;».
ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
MOTIONTEAM / ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΓΟΥΡΤΖΗΣ
Μέσα από μια έκθεση και μια πλήρη ρετροσπεκτίβα του έργου του, το φεστιβάλ παρουσίασε όσο πιο συνολικά θα γινόταν, το κινηματογραφικό κεφάλαιο Τάκης Κανελλόπουλος. Ένας σκηνοθέτης που κινηματογραφούσε αποκλειστικά στο μακεδονικό τοπίο –όπως εξάλλου έδειχνε κι ο πολύ φροντισμένος χάρτης της Θεσσαλονίκης με σημειωμένα όλα τα τοπόσημα που συνδέονται με το έργο του Κανελλόπουλου αλλά και με τη ζωή του την ίδια.
Τα ρομαντικά, θυελλώδη, εμμονικής σχεδόν φόρμας φιλμ του Κανελλόπουλου τον έφεραν αρχικά στο προσκήνιο, με τον Ουρανό να πηγαίνει στις Κάννες κι ύστερα την (αριστουργηματική) Εκδρομή και την Παρένθεση να τιμούνται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όμως γρήγορα, ο Κανελλόπουλος βγήκε εκτός μόδας καθώς σε μια εποχή πολιτικών αναταραχών, ο ίδιος επέμενε σε ένα σινεμά προσωπικό, και ρομαντικό με διαχρονικούς όρους, δίχως επίκαιρες πολιτικές τοποθετήσεις. Γρήγορα οι ταινίες του σπρώχτηκαν στο περιθώριο και, σταδιακά απογυμνωμένες από φόρμα και στιλιζάρισμα, έφτασαν να αποτελούν απλές, ευθείες καταθέσεις ρομαντισμού, προς όποιον ακούει. Μέχρι το τέλος, δεν άκουγε πια σχεδόν κανείς. Άφησε πίσω του 10 ταινίες, και πέθανε μόλις 57 χρονών, το 1990.
Παρά τον δεδομένο διαχωρισμό του έργου του Κανελλόπουλου σε δύο σαφείς περιόδους, το φεστιβάλ επανασυστήνει τη φιλμογραφία στο όλον της – πολλές από αυτές τις ταινίες ήταν (και για κάποιες παραμένει) αδύνατον να τις δεις σε κάποια καλή κόπια, αλλά πέρα από το πρακτικό του ζητήματος, γενικότερα πρόκειται για ταινίες που μοιάζουν κάπως ξεχασμένες. Παρέα με καίριο context για τη ζωή του και τη σχέση του με τον κόσμο, με τη βιομηχανία και φυσικά με τη Θεσσαλονίκη, που παρατίθεται από την πολύ φροντισμένη έκθεση, όσο κι από τα συνοδευτικά κείμενα στην εξαιρετική έκδοση Α-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ του φετινού φεστιβάλ, δόθηκε τελικά χώρος σε έναν σκηνοθέτη σπουδαίο, αλλά ακόμα σημαντικότερα ένα σκηνοθέτη όμοιο του οποίου δε θα βρεις πουθενά.
ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Κάθε ταινία είναι ένα φάντασμα. Κάθε ιστορία μπορεί να μοιάζει με ιστορία φαντασμάτων αν κοιτάξεις από την σωστή οπτική γωνία. Ό,τι ταινία σχολιάσαμε παραπάνω, είναι για φαντάσματα. Τυχαία παραδείγματα. Τα Παιδιά του Χειμώνα είναι η ιστορία μοναχικών ανθρώπων που στοιχειώνουν ένα επιβλητικό, τεράστιο κτίριο, τις πιο κρύες μέρες και νύχτες του χρόνου, επειδή έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τα όσα έζησαν εκεί. Στο Πολύδροσο η μνήμη κι η αφήγηση γίνονται ένα καθώς το παρελθόν επιδρά ακόμα στο (όποιο) σήμερα. Στο Animal οι εργάτες ζουν σε μια τέτοια συνθήκη οικονομικής απομόνωσης που είναι σα να μην επικοινωνούν στα αλήθεια με τον έξω κόσμο – μέχρι που μια κρίσιμη στιγμή στη δεύτερη πράξη δίνει σε ένα τέτοιο φυλακισμένο πνεύμα την ευκαιρία να βιώσει τον κόσμο όπως ποτέ ξανά. Κι όσο για τις ταινίες του Κανελλόπουλου, για κάτι σαν την Εκδρομή; Ας πούμε απλά πως… ναι, και τα φαντάσματα έχουν ψυχή και αγαπούν. Φυσικά: Όταν ο χρόνος δεν έχει (πια) σημασία, ό,τι νιώθεις εκτείνεται προς τα παντού – και προς τα πάντοτε.
Δεν είχε τίποτα από αυτά προφανώς κατά νου ο Ντένις Λιμ, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, που επιμελήθηκε το αφιέρωμα ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ στην Θεσσαλονίκη, όμως αν έχεις τα φαντάσματα στο μυαλό σου, μετά ξαφνικά τα βλέπεις παντού. Αυτή είναι η ουσία τους κιόλας.
«Τέχνη της ψευδαίσθησης και της αναζωογόνησης, το σινεμά είναι ίσως το πιο στοιχειωτικό από όλα τα μέσα. Τα φαντάσματα είναι κινηματογραφικά στην ουσία τους, αυτόματες διαταραχές στον χώρο και τον χρόνο», γράφει ο Λιμ. «Είμαι ενθουσιασμένος που συνεργάζομαι με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε ένα πρόγραμμα που συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές κινηματογραφικές απεικονίσεις που μας στοιχειώνουν και ελπίζω το αφιέρωμα να φωτίσει τη βαθιά συγγένεια μεταξύ φαντασμάτων και ταινιών».
Το αφιέρωμα συγκέντρωσε μερικές αληθινά σπουδαίες ταινίες από μερικούς από τους σημαντικότερους δημιουργούς της ιστορίας του κινηματογράφου και μας οδήγησε να αναζητήσουμε φαντάσματα αόρατα αλλά και ορατά, τρομακτικά αλλά και οικεία, πραγματικά αλλά και αλληγορικά. Τα φαντάσματα πρωταγωνίστησαν γιατί πάντα ήταν και πάντα θα είναι – παντού γύρω μας.
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Μαζί με τις προαναφερθείσες εκδόσεις (Α-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ και ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ) κυκλοφόρησαν δύο ακόμα, στην πιο εντυπωσιακή μέχρι τώρα συγκομιδή εκδόσεων για ένα φεστιβάλ που σταθερά προσφέρει ό,τι καλύτερο σε έντυπα συνοδευτικά που αξίζει να υπάρχουν στο ράφι κάθε σινεφίλ. (Και κάνουν και τέλεια δώρα για τον σινεφίλ στη ζωή σας, λέμε τώρα, ιδέες ρίχνουμε.) Αυτά ήταν τα φετινά.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Μια δίγλωσση έκδοση με δοκίμια, ημερολόγια και κινηματογραφικές αναλύσεις πάνω στην ιδέα του φαντάσματος. Ακόμα κι οι αισθητικά παραλλαγμένες εικόνες στο κέντρο του βιβλίου μοιάζουν να έρχονται από κάπου αλλού.
Α-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Εξαιρετικής όπως πάντα αισθητικής, η συνοδευτική έκδοση του φεστιβάλ αναλύει το έργο των τιμώμενων Νίκο Περάκη και Τάκη Κανελλόπουλο.
THE TASS BOOK
Σε συνεργασία με την Marni Films, ένα πανέμορφο βιβλίο γεμάτο storyboards, σκίτσα, σημειώσεις και ιδέες του σκιτσογράφου, καλλιτέχνη, storyboard artist Γιώργου Τασιούλα (Tass) που έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, αφήνοντας πίσω σπουδαίες δουλειές μαζί με σκηνοθέτες όπως ο Πάνος Κούτρας, ο Νίκος Νικολαϊδης, η Ελίνα Ψύκου, ο Αλέξης Αλεξίου, και πολλοί άλλοι.
ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ – ΜΙΣΕΛ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Το Πρώτο Πλάνο, η έκδοση του φεστιβάλ, κυκλοφόρησε με ένα απίστευτα μερακλίδικο, ειδικό τεύχος, δεμένο στο χέρι, γεμάτο κείμενα του Μισέλ Δημόπουλου (από εκδόσεις, καταλόγους, ακόμα κι αλιευμένα από τα social του), ηγετικής φιγούρας στην ιστορία του φεστιβάλ που πέθανε τον Απρίλιο.
Info:
Το 64ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διεξήχθη 2-12 Νοεμβρίου.