7.3 C
London
Thursday, January 16, 2025

Τα “δύσκολα” είναι μπροστά για το χρέος παρά την επενδυτική βαθμίδα

Date:

Related stories

-|-

Μετά την ισορροπία και τα χαμόγελα που έφερε στο οικονομικό επιτελείο η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο ποσό, αφού οι κακές δημογραφικές προοπτικές γεννούν μεγάλους κινδύνους για την ανάπτυξη, το ασφαλιστικό και τελικά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, πέρα από τα προφανή οφέλη για το κόστος δανεισμού για τον δημόσιο και −σταδιακά− τον ιδιωτικό δανεισμό, δίνει πολλές νέες δυνατότητες να προβλεφθεί το πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει από το 2032, όταν η Ελλάδα θα αρχίσει να πληρώνει τοκοχρεολύσια και για τα δάνεια ύψους 230 δισ. από το EFSF και τον ESM.

Δίνει δηλαδή την ευκαιρία για τη μείωση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και ως απόλυτο ποσό. Μάλιστα, η αρχή θα γίνει από το 2024. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί κατά 2 δισ. το 2024, από τα 357 δισ. ευρώ φέτος στα 355 δισ. ευρώ το 2024. Η διαφορά είναι μικρή μεν, αλλά, σύμφωνα με πηγές του ΥΠΕΘΟ, γίνεται για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια.

Επίσης, επειδή η προσπάθεια θα συνεχιστεί, σε κάποια χρόνια η διαφορά θα γίνει φανερή, αφού, όπως τονίζουν από το ΥΠΕΘΟ, “το υπόλοιπο του χρέους δεν διαμορφώθηκε σε έναν χρόνο…”. Η πραγματική αυτή μείωση του ύψους του χρέους θα επιτευχθεί σε συνδυασμό, βέβαια, και με τη συνέχιση των αναβαθμίσεων του αξιόχρεου της οικονομίας από το “ΒΒΒ-“, όπου βρίσκεται σήμερα, δηλαδή των κατώτερη βαθμίδα της επενδυτικής, στο “Α+”, όπου βρισκόταν πριν η χώρα μπει στην οικονομική κρίση, και ίσως ακόμα ψηλότερα.

Ωστόσο, ο δρόμος θα είναι ανηφορικός, καθώς κάθε νέα βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας θα κερδίζεται δυσκολότερα από την προηγούμενη, με τη χώρα και την οικονομία να πρέπει να αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί δίπλα στους Ευρωπαίους εταίρους της.

Η μείωση του υπολοίπου του χρέους 

Η μείωση του απόλυτου ύψους του χρέους θα έρθει ως αποτέλεσμα πολλών επιμέρους κινήσεων, όπως είναι: 

1. Η πρόωρη αποπληρωμή τα επόμενα χρόνια παλαιότερου χρέους. Μετά την πρόωρη εξόφληση δανείων ύψους 8,5 δισ. προς το ΔΝΤ το 2021 και το 2022, από πέρσι άρχισε να αποπληρώνεται και το διμερές δάνειο ύψους 32,3 δισ. ευρώ με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (GLF). To 2022 αποπληρώθηκε η πρώτη και πρόωρα η δεύτερη δόση, ύψους 2,65 δισ. ευρώ. Συνολικά εξοφλήθηκαν από το συγκεκριμένο δάνειο 5,3 δισ. ευρώ. Το ίδιο ποσό θα αποπληρωθεί και φέτος, και μάλλον άλλα 5,3 δισ. θα δοθούν και το 2024. Τα δάνεια αποπληρώνονται με παλαιότερα δάνεια που συμποσούνται στο λεγόμενο “μαξιλάρι” των ταμειακών διαθεσίμων, που κυμαίνεται από τα 35 δισ. έως και τα 39 δισ. ευρώ, ανάλογα με την περίοδο. Αποπληρώνοντας “παλιό” με “νέο” δάνειο, θα διαγράφουμε κάθε χρόνο 5,3 δισ. από το υπόλοιπο του χρέους. 

2. Η μείωση του ετήσιου δανειακού προγράμματος. Από τον επόμενο χρόνο ο νέος δανεισμός θα είναι μικρότερος. Από τα περίπου 9 δισ. ευρώ του φετινού δανεισμού, του χρόνου θα έχουμε καθαρές δανειακές ανάγκες περίπου 5 δισ. ευρώ, αφού η οικονομία περνάει σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Ο Προϋπολογισμός ανεβάζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,1% του ΑΕΠ, αλλά οι κρυφές εκτιμήσεις θέλουν το πλεόνασμα να φτάνει ή και να ξεπερνά το 2,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το δανειακό πρόγραμμα που αναμένεται να ανακοινωθεί στα τέλη Δεκεμβρίου θα αναγγείλει δημόσιο δανεισμό 7 δισ. ευρώ, με δεύτερο σενάριο τα 10 δισ. ευρώ. Η υπέρβαση των πραγματικών αναγκών γίνεται με στόχο να καλυφθεί η επιπλέον ζήτηση ελληνικών τίτλων ύψους 8-10 δισ. ευρώ από τους υψηλότερης ποιότητας επενδυτές που θα θελήσουν να ανοίξουν νέες θέσεις σε ελληνικά ομόλογα. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΘΟ, το πιο πιθανό σενάριο είναι τα 7 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, ο δανεισμός του Δημοσίου θα μειωθεί το 2024 κατά 2 δισ. σε σχέση με φέτος. 

3. Η περαιτέρω επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους. Η επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους θα έχει στόχο να μειώσει ακόμα περισσότερο το ήδη χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σε ορίζοντα χρόνου. Στην κατεύθυνση αυτή, με στόχο την αύξηση της ρευστότητας των ομολόγων, σχεδιάζεται σε πρώτη φάση η μείωση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, δηλαδή των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, κατά 3 δισ. ευρώ και η αντικατάστασή τους με ομόλογα διάρκειας από 3 χρόνια και πάνω. Επίσης, θα συνεχιστεί η προσπάθεια της συμπλήρωσης της καμπύλης των επιτοκίων, σε διάρκειες μεγαλύτερες από τα 10 χρόνια, όπου η ρευστότητα σήμερα είναι πολύ χαμηλή. 

4. Η μείωση των αποδόσεων των ομολόγων. Η Ελλάδα τα πάει σχετικά καλά σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις των ομολόγων της, με το ελληνικό δεκαετές να βρίσκεται σήμερα κάτω από 4% και το spread με το αντίστοιχο γερμανικό να έχει σταθεροποιηθεί κοντά στις 130 μονάδες βάσης. Για τον επόμενο χρόνο θα είναι εφικτή η μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Μια πρώτη βοήθεια αναμένεται να έρθει από το τέλος του 2024, αν τελικά η ΕΚΤ αποφασίσει ότι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική έχει κάνει τη “δουλειά” της και, πλέον, τα επιτόκια θα αρχίσουν να υποχωρούν. Με την υποχώρηση των επιτοκίων, θα μειωθούν οι αποδόσεις όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης, και μαζί και των ελληνικών. Με δεδομένο ότι το 2024 θα είναι άλλη μία χρονιά στην οποία η Ελλάδα θα έχει την επιλογή να δανειστεί από την αγορά όταν και εφόσον κρίνει ότι οι συνθήκες την εξυπηρετούν, θα μπορεί να πετύχει μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.

Τα ορόσημα του 2032 

Όλα τα παραπάνω έχουν ως στόχο το χρέος να μειωθεί και ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος όσο πιο κοντά γίνεται στο 100% του ΑΕΠ μέχρι και το 2032, το οποίο αποτελεί χρονιά-ορόσημο για το χρέος. 

Τούτο, διότι εκείνη τη χρονιά, με βάση τη συμφωνία του 2018 για τη διευθέτηση του χρέους, λήγει η περίοδος χάριτος των δανείων συνολικού ύψους 230 δισ. ευρώ που πήρε η Ελλάδα την περίοδο 2012-2015 από το EFSF και τον ESM και, πλέον, θα είναι υποχρεωμένη να αποπληρώνει τοκοχρεολύσια για το σύνολο του χρέους της.

Θεωρητικά, αν η Ελλάδα έχει το 2032 χρέος στο 150% του ΑΕΠ, όσο περίπου θα φτάσει στο τέλος του 2024 (151,3% του ΑΕΠ προβλέπει ο Προϋπολογισμός), θα βρεθεί με ένα κόστος εξυπηρέτησης του χρέους στο 25% του ΑΕΠ της, δηλαδή περίπου 55 δισ. ευρώ. Με το ίδιο ύψος χρέους φέτος, οι χρηματοδοτικές ανάγκες φτάνουν το 2024 στο 9% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 20 δισ. ευρώ, λόγω της περιόδου χάριτος για τα ευρωπαϊκά δάνεια. Το κόστος δανεισμού δεν θα μειωθεί κάτω από το 3,4% – 4%, με βάση τους υπολογισμούς της Κομισιόν για τα επόμενα 20 χρόνια. Τούτο, με δεδομένο ότι, ακόμα και αν μειωθούν τα επιτόκια της ΕΚΤ από το τέλος του 2024 ή τις αρχές του 2025, θεωρείται αδύνατο να επανέλθουν στα επίπεδα του -0,5% – 0% όπου βρέθηκαν από το 2023, μέχρι και τον Ιούλιο του 2022, οπότε και ξεκίνησαν οι αυξήσεις των επιτοκίων για να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2%.

Στο υποθετικό σενάριο, το 2032 η Ελλάδα θα έχει περιορίσει σημαντικά και τα ταμειακά της διαθέσιμα σε ένα ποσό της τάξης των 4-5 δισ. και, πλέον, θα είναι αναγκασμένη να δανείζεται απευθείας από τις αγορές για να καλύπτει τις ανάγκες της, όπως κάνουν και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Με χρέος 150% του ΑΕΠ, όση πρόοδο και αν έχει πετύχει στα υπόλοιπα πεδία, η πιστοληπτική της ικανότητα δεν θα έχει αναβαθμιστεί πάνω από τη βαθμίδα “Α-“.

Είναι σαφές ότι, με μια νέα ευρωπαϊκή ή παγκόσμια κρίση, μια κρίση χρέους ή μια εγχώρια δημοσιονομική ανατροπή από κάποιο απρόβλεπτο γεγονός, η Ελλάδα θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη, αν όχι τραγική, κατάσταση. Ακόμα και αν οι αιτίες της κρίσης θα είναι καθαρά εξωγενείς, η τότε κυβέρνηση θα έχει να ελπίζει μόνο σε νέα διευθέτηση χρέους, στην οποία έχουν δεσμευτεί οι Ευρωπαίοι εταίροι μας από το 2018, με το τέλος του τρίτου Μνημονίου. 

Είναι, λοιπόν, σαφές γιατί πίσω από τα χαμόγελα για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας όλοι παραδέχονται σήμερα ότι ο δρόμος μέχρι και την απαλλαγή του μεγάλου βάρους από το χρέος θα είναι μακρύς και δύσκολος και θα πρέπει να είναι κοινός στόχος όχι μόνο της σημερινής, αλλά και πολλών από τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις. 

Το δημογραφικό και το στοίχημα της ανάπτυξης 

Το μεγάλο στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσει η Ελλάδα για να μπορέσει κάποια στιγμή στο μέλλον να απαλλαγεί από το βάρος του χρέους θα είναι η σταθερή ανάπτυξη, η οποία θα επιβραδύνει το ολοένα οξύτερο πρόβλημα του δημογραφικού. 

Τόσο η Ε.Ε., στις αξιολογήσεις της για την Ελλάδα, όσο και το ΔΝΤ, στην τελευταία έκθεση της οικονομίας με βάση το άρθρο IV του καταστατικού, συμπλέουν στο ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από έναν μέσο ρυθμό της τάξης του 2% κατ’ έτος, θα υποχωρήσει στο 1,3%. Βασική αιτία θα είναι η ταχεία γήρανση του πληθυσμού, η οποία τα επόμενα χρόνια θα αυξήσει τις δαπάνες υγείας και τις δαπάνες για συντάξεις και θα μειώσει εκ των πραγμάτων το εργατικό δυναμικό.

Με άλλα λόγια, όλο και λιγότεροι θα πληρώνουν συντάξεις για όλο και περισσότερους. 

Αυτό συνιστά ευθεία απειλή για τη βιωσιμότητα του χρέους ίσως ταχύτερα από ό,τι αναμένεται, αφού οι προβλέψεις θέλουν τον γηγενή πληθυσμό της Ελλάδας το 2050 να μειώνεται στα 7,5 εκατομμύρια, από περίπου 10 εκατομμύρια που είναι σήμερα.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τόσο η Ε.Ε. όσο και το ΔΝΤ επικυρώνουν μεν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά μόνο μεσοπρόθεσμα. Ο πρώτος σταθμός είναι το 2032, όταν θα έχουμε την αλλαγή των όρων για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. Εκ των πραγμάτων, όμως, υπάρχει και ένας δεύτερος μακροπρόθεσμος σταθμός, που θα είναι η χρονική στιγμή, που θα είναι δύσκολο να προβλεφθεί, κατά την οποία το ασφαλιστικό σύστημα θα παρουσιάσει ένα έλλειμμα που δεν θα είναι δυνατό να καλυφθεί παρά μόνο με δανεισμό, που θα βάλει ξανά το χρέος σε ανοδική τροχιά.

Latest stories

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here