Της Αγγελικής Βελεσιώτη
“Ραντεβού” τον Σεπτέμβριο για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής αναμένεται να δώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), διατηρώντας στη σημερινή της συνεδρίαση αμετάβλητα τα επιτόκια, γεγονός που θα επηρεάσει διαφορετικά τράπεζες και δανειολήπτες.
Ελλείψει δεδομένων που θα συνηγορούσαν υπέρ μιας νέας μείωσης, όπως, για παράδειγμα, μία σημαντική πτώση του πληθωρισμού που, όμως, δεν επιβεβαιώθηκε από τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (σ.σ. ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη “έτρεξε” τον Ιούνιο με ετήσιο ρυθμό 2,5%, επιβραδύνοντας οριακά από το 2,6% του Μαΐου) οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εκτιμάται πως θα μεταθέσουν για φθινόπωρο τις σχετικές αποφάσεις. Στην αγορά, μάλιστα, είναι διάχυτη η πεποίθηση πως μέχρι τέλος του τρέχοντος έτους η κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει σε ακόμη δύο μειώσεις, ευρισκόμενη έτσι, σε πλήρη σύμπνοια με τις πρόσφατες δηλώσεις στο Bloomberg του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα. “Προς το παρόν, ακόμη δύο μειώσεις επιτοκίων εφέτος φαίνονται λογικές και συνεπείς με τις προβλέψεις μας. Είμαστε σε εξαιρετικά περιοριστικό έδαφος και θα συνεχίσουμε να είμαστε ακόμα κι αν έχουμε ακόμη δύο περικοπές το 2024”, τόνισε χαρακτηριστικά.
Το νέο “pause” – εφόσον επιβεβαιωθεί – είναι λογικό πως θα ικανοποιήσει τις τράπεζες. Κι αυτό γιατί, τα επιτοκιακά έσοδα στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την κερδοφορία τους και άρα, όσο πιο αργή είναι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, τόσο πιο υψηλά θα διατηρούνται τα έσοδα, διευκολύνοντας έτσι, το σχεδιασμό για αύξηση των payout ratios προς τους μετόχους τους. Υπενθυμίζεται πως για εφέτος η μεν, Τράπεζα Πειραιώς αναμένει επιτοκιακά έσοδα, ύψους δύο δισ. ευρώ, ενώ η Alpha Bank εκτιμά πως αυτά θα αυξηθούν κατά 5% εν συγκρίσει με το 2023. Η Eurobank στοχεύει σε καθαρά έσοδα από τόκους 2,3 δισ. ευρώ και η ΕΤΕ αναμένει πως αυτά θα παραμείνουν αμετάβλητα. Ακόμη, όμως και στην περίπτωση που η ΕΚΤ προχωρήσει εντέλει σε νέες μειώσεις έως το τέλος του 2024, οι τράπεζες μπορούν να τις “σηκώσουν”, έχοντας ήδη διαφοροποιήσει σημαντικά τις πηγές κερδοφορίας τους, ενώ εξίσου μεγάλο θα είναι και το όφελος που θα προκύψει από την τόνωση της πιστωτικής επέκτασης.
Οι δανειολήπτες από την άλλη πλευρά, που έχουν δάνεια – κυρίως επιχειρηματικά – με κυμαινόμενο επιτόκιο μάλλον θα απογοητευτούν από μία τέτοια εξέλιξη. Η προηγούμενη απόφαση της ΕΚΤ, άλλωστε, να πατήσει το… κουμπί των μειώσεων δημιούργησε προσδοκίες ότι το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους που εκτοξεύτηκε την τελευταία διετία θα αρχίσει σταδιακά να επανέρχεται στα πρότερα επίπεδα. Όσον αφορά στα νέα επιχειρηματικά δάνεια, ο αυξημένος ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με την ανάγκη να παραμείνουν on track όσον αφορά στους στόχους πιστωτικής επέκτασης, έχει οδηγήσει σε σημαντική συμπίεση των περιθωρίων κέρδους για τις τράπεζες και άρα πιο προνομιακή τιμολόγηση για τους δανειολήπτες.
“Τα spreads εξακολουθούν να μειώνονται και – θα τολμούσα να πω – ότι κατά μέσο όρο είναι πια στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σε συνδυασμό με τα προγράμματα που υπάρχουν στην Ελλάδα (Ταμείο Ανάκαμψης και ΤΕΠΙΧ) η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται πια πιο φθηνά από τις ευρωπαικές για επενδύσεις”, τονίζει στο Capital.gr υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, πάντως, οι επιχειρήσεις εμφανίζουν “σχετικό δισταγμό” για αιτήσεις στο Ταμείο Ανάκαμψης, ο ρόλος του οποίου αποδεικνύεται κομβικός στο σκέλος της χρηματοδότησης του εγχώριου επιχειρείν. Ειδικότερα, μόλις το 7% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (1/3 αυτών με δυνητικό ενδιαφέρον) έχουν καταθέσει αίτηση για αξιοποίηση του προγράμματος.
Εστιάζοντας δε, στους παράγοντες που “φρενάρουν” τις επιχειρήσεις, η έλλειψη ολοκληρωμένων επενδυτικών σχεδίων αναδεικνύεται ως κυρίαρχο πρόβλημα για το 7%. Ακολουθούν δυσκολίες στη συγκέντρωση του απαιτούμενου κεφαλαίου και αναμονή για κατάλληλα προγράμματα (3% και 1% των ΜμΕ αντίστοιχα). Παρά ταύτα, η επίτευξη των στόχων πιστωτικής επέκτασης (1,3 δισ. ευρώ για την Eurobank και 2,4 δισ. ευρώ σε επίπεδο Ομίλου, 1,4 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 1,7 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και δύο δισ. ευρώ για την Alpha Bank) είναι κρίσιμη για τις τράπεζες, στελέχη των οποίων εμφανίζονται αισιόδοξα πως στον ετήσιο απολογισμό δεν θα υπάρχουν αποκλίσεις.
Τα στεγαστικά δάνεια
Ανεπηρέαστοι από τις όποιες κινήσεις ανακοινώσει η ΕΚΤ είναι οι δανειολήπτες με “πράσινα” στεγαστικά δάνεια. Πρόκειται για 422.000 συμβάσεις, συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ, η δόση των οποίων έχει “κλειδώσει” έως τον Απρίλιο του 2025, υπολογιζόμενη με επιτόκια στα επίπεδα του 2,70% για όσα δάνεια συνδέονται με Euribor 1 μήνα και του 2,85% για Euribor 3 μηνών. Υπενθυμίζεται πως οι τράπεζες μείωσαν κατά περίπου 20 μονάδες τα επιτόκια βάσης (euribor, libor κ.λπ.) της 31ης Μαρτίου 2023 και πάνω σε αυτά προσέθεσαν το αντίστοιχο περιθώριο (spread) και την προβλεπόμενη από το Νόμο εισφορά, ώστε να διαμορφωθεί το “νέο” επιτόκιο.
Οι νέες χορηγήσεις στεγαστικών δανείων, πάντως, γίνονται στη βάση πιο χαμηλών επιτοκίων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε τον περασμένο Μάιο κατά 15 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,96%. Δεδομένου δε, ότι οι τράπεζες έχουν το τελευταίο διάστημα λανσάρει ειδικά προγράμματα, με σταθερά επιτόκια που ξεκινούν από 2,50%, τότε το κόστος χρηματοδότησης μειώνεται σημαντικά.