Πληθαίνουν οι εκτιμήσεις που θέλουν την ΕΚΤ να κάνει στις 14 Σεπτεμβρίου την τελευταία της αύξηση επιτοκίων (κατά 25 μ.β.) αποδεχόμενη εμμέσως έναν μέσο πληθωρισμό πάνω από το 2% μέχρι και το 2025.
Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας που θα συνεδριάσει στα μέσα Σεπτεμβρίου έχει δύο επιλογές: Η πρώτη, να μείνει προσηλωμένο στο δόγμα της καταπολέμησης του πληθωρισμού με όπλο την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Να συνεχίσει δηλαδή τις αυξήσεις επιτοκίων, ρισκάροντας μία ύφεση της Ευρωζώνης και τον ορατό κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού. Η δεύτερη επιλογή είναι να “σηκώσει το πόδι από το γκάζι” της αύξησης των επιτοκίων, περιορίζοντας τους υφεσιακούς κινδύνους αλλά έχοντας αποδεχθεί ένα όριο πληθωρισμού πάνω από το 2%.
Άλλωστε, η ίδια η κ. Λαγκάρντ είχε μιλήσει από την περασμένη άνοιξη για την αναπροσαρμογή του ορίου του πληθωρισμού από το άκαμπτο 2% που προβλέπει το καταστατικό της σε έναν πληθωρισμό “στην περιοχή του 2%”.
Το περιθώριο για κάτι τέτοιο δίνει και το γεγονός ότι σε μια τέτοια λογική έχει αρχίσει να στρέφεται και η άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αφού και η Fed εξετάζει ανάλογο σενάριο με αύξηση του ιδανικού πληθωρισμού από το 2% ίσως στο 3%. Τούτο, στην κατεύθυνση του να φρενάρει η επιθετική πολιτική επιτοκίων που πλήττει σοβαρά την ανάπτυξη και έχει χτυπήσει τις μικρότερες τράπεζες στις ΗΠΑ.
Η στροφή σε ένα υψηλότερο όριο πληθωρισμού δικαιολογείται από δύο τεχνικές παραδοχές:
Η πρώτη θέλει τον πληθωρισμό να υποχωρεί με αργούς ρυθμούς, έτσι κι αλλιώς, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης και της πραγματικής αξίας των καταθέσεων.
Η δεύτερη θέλει έναν υψηλότερο πληθωρισμό να αποσυμπιέζει το βάρος του χρέους, που είναι μεγαλύτερο στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης από ό,τι στις ΗΠΑ. Τούτο με δεδομένο ότι όσο περισσότερο αυξάνεται το ονομαστικό ΑΕΠ (που περιέχει και τον πληθωρισμό) τόσο “μικραίνει” τ ο χρέος.
Η θέση της Ελλάδας
Είναι σαφές ότι η δεύτερη εκδοχή, αυτή της αποδοχής έμμεσης ή άμεσης ενός υψηλότερου ορίου πληθωρισμού, θα βοηθήσει σημαντικά στην πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους, ιδίως μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όταν η ανάγκη για αποτελέσματα θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη. To πόσο “αποτελεσματικός” είναι ο πληθωρισμός για τη μείωση του χρέους το δείχνει το αποτέλεσμα του 2022. Λόγω του υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος σε όρους εναρμονισμένου δείκτη καταναλωτή έφτασε το 9,4%, το χρέος – βοηθούσης και της ανάπτυξης κατά 5,9%, – μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ σε έναν χρόνο κατά 23,1% του ΑΕΠ, στο 171,3% του ΑΕΠ στο τέλος του προηγούμενου χρόνου, από 196,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021.
Σε ό,τι αφορά την απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί ο πληθωρισμός, ειδικά στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, εκτιμάται ότι θα αναπληρώνεται σε ένα μεγάλο μέρος από τις ετήσιες αυξήσεις των εισοδημάτων. Αυτό εγγυάται η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,6% από φέτος μέχρι και το 2026.
Όπως τονίζουν αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ, οι εποχές του αρνητικού πληθωρισμού που ζήσαμε την προηγούμενη 8ετία θα πρέπει να μείνουν ως στοιχεία του παρελθόντος. Τούτο, με δεδομένο ότι ένα ποσοστό πληθωρισμού θεωρείται υγιές φαινόμενο, σε μια οικονομία που αναπτύσσεται σταθερά.
Ο τραπεζικός δανεισμός
Από την άλλη, η μακρά περίοδος υψηλών επιτοκίων του ευρώ, που αναμένεται να διαρκέσει ως το τέλος του 2024, θα συνεχίζει να στηρίζει τα κέρδη των τραπεζών σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο. Από τον επόμενο μήνα μπαίνει σταδιακά σε εφαρμογή το σχέδιο για την αποεπένδυση του Δημοσίου (μέσω του ΤΧΣ) από τις εμπορικές τράπεζες. Τα καλύτερα αποτελέσματα των τραπεζών θα προσελκύσουν νέους στρατηγικούς επενδυτές για τις ελληνικές τράπεζες, ενώ παράλληλα θα δώσουν στο ελληνικό δημόσιο τη δυνατότητα να απαγκιστρωθεί από την εμπλοκή στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Σε ό,τι αφορά την πορεία της πιστωτικής επέκτασης και τον κίνδυνο δημιουργίας ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων, λόγω της διατήρησης των επιτοκίων του ευρώ σε υψηλά επίπεδα, η απάντηση είναι απλή: Όσο υπάρχει ένα μεγάλο ποσό κόκκινων δανείων προς εκκαθάριση δεν θα αναμένεται κάποια έκρηξη της πιστωτικής επέκτασης από τον ιδιωτικό τομέα. Όσο για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, εκτιμάται ότι είναι μικρό και σε κάθε περίπτωση διαχειρίσιμο.