Του Κώστα Ράπτη
Δει δη χρημάτων. Αλλά όχι μόνο. Η πρόσφατη υπερψήφιση από το αμερικανικό Κογκρέσο (με τη συναίνεση και των πιστών στον Ντόναλντ Τραμπ Ρεπουμπλικανών) του “πακέτου” των 95 δισ. δολ. βοήθειας προς την Ουκρανία, το Ισραήλ και την Ταϊβάν κατέδειξε ότι η Δύση δεν προτίθεται να συνθηκολογήσει εύκολα με τους ανταγωνιστές της του ευρασιατικού άξονα, παρά επανασυσπειρώνεται και παίρνει την πρωτοβουλία συνέχισης της αντιπαράθεσης που κατεξοχήν κρίνεται στις ουκρανικές πεδιάδες.
Για τη χώρα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι το μήνυμα ήταν ευπρόσδεκτο, καθώς η δρομολογημένη εισροή νέων οπλικών συστημάτων έρχεται σε μια συγκυρία κατά την οποία πολλαπλασιάζονταν οι “ψίθυροι”, εντός και κυρίως εκτός συνόρων, για έναν αναπόφευκτο, δεδομένης της συνεχιζόμενης ρωσικής προώθησης σε όλη τη γραμμή του μετώπου, επώδυνο συμβιβασμό.
Όμως το Κίεβο προς το παρόν δεν εγκαταλείπεται από τους συμμάχους του, προς τους οποίους άλλωστε διαμηνύει, όταν δεν το παραδέχονται και οι ίδιοι φωναχτά, ότι ο αγώνας που δίνει, με βαρύ φόρο αίματος, είναι (και) δικός τους.
Όμως οι πόλεμοι κρίνονται από δύο παραμέτρους: τις εξοπλιστικές δυνατότητες και το ανθρώπινο δυναμικό. Και, από αυτή την άποψη, η δυτική βοήθεια δεν μπορεί να εξαντλήσει τη συζήτηση. Η Ουκρανία χρειάζεται μαχητές – και δεν έχει αρκετούς. Το ότι από συγκριτικώς παρόμοια προβλήματα μαστίζεται και η επιτιθέμενη Ρωσία καθιστά την κατάσταση άκρως περίπλοκη και ενδιαφέρουσα. Αλλά όμως δεν επιλύει τα προβλήματα του Κιέβου.
Γερμανικές ανησυχίες
Το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό, αλλά και ποιοτικό. Όπως κατέδειξε προ καιρού και ο Γερμανός καγκελάριος, αρνούμενος να παραδώσει στην ουκρανική πλευρά συστήματα Taurus, διότι κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αναγκαία την εμπλοκή Γερμανών χειριστών, τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα προϋποθέτουν και το αντίστοιχα εκπαιδευμένο προσωπικό – το οποίο είτε θα προέλθει έξωθεν, πολλαπλασιάζοντας τα ρίσκα άμεσης αναμέτρησης της Ρωσίας με χώρες του ΝΑΤΟ, είτε θα καταρτιστεί επιτοπίως, με την αναπότρεπτη απώλεια χρόνου που θα επιφέρει αυτό.
Η συνειδητοποίηση του προβλήματος τροφοδοτεί την απαισιοδοξία των διαμορφωτών γνώμης στη Δύση. Λ.χ. η υπεράνω πάσης υποψίας φιλορωσισμού γερμανική ταμπλόιντ εφημερίδα “Bild” αφιέρωσε πρόσφατο άρθρο της ακριβώς στις ελλείψεις στρατιωτικού προσωπικού της Ουκρανίας, τις οποίες χαρακτηρίζει περισσότερο ανησυχητικές από τις ελλείψεις οπλισμού.
Μάλιστα ο Ρόντεριχ Κίζεβετερ, απόστρατος στρατηγός και νυν εμπειρογνώμονας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος σε θέματα άμυνας, υποστηρίζει στο εν λόγω δημοσίευμα ότι οι καλύτερα εκπαιδευμένοι στρατιώτες της Ουκρανίας έχουν ήδη σκοτωθεί ή τραυματισθεί και ότι οι εναπομείναντες πολεμούν ακατάπαυστα, χωρίς εναλλαγή επί δύο έτη, με εμφανή τον κίνδυνο να καθοριστούν οι εξελίξεις από τον παράγοντα της εξάντλησης.
Κατά το Eurointelligence, δημοσιεύματα αυτού του τύπου θα μπορούσαν να έχουν υπαγορευθεί από την ανάγκη να “σημάνει ο συναγερμός”, ώστε να υπάρξουν διορθώσεις πολιτικής – και πάντως δεν αναιρούν το γεγονός ότι η στενότητα ανθρωπίνων πόρων αφορά και την έτερη αντιμαχόμενη πλευρά.
Οι ρωσικοί περιορισμοί
Η Ρωσία είναι μια χώρα με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα – και άρα δε διαθέτει μεσοπρόθεσμα την πολυτέλεια να θυσιάσει μία ολόκληρη γενιά ανδρών, όπως ήδη συμβαίνει στην Ουκρανία. Η τεράστια έκτασή της είναι αναντίστοιχη προς τα μόλις 145 εκατομμύρια των κατοίκων της, ενώ οι ανάγκες της οικονομίας της επιβάλλουν μια διαρκή εισροή μεταναστών, η οποία γεννά κοινωνικές τριβές και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πολιτικό πρόβλημα.
Επιπλέον, η όλη πορεία της λεγόμενης “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης” δεν μπορεί να εξηγηθεί δίχως αναφορά στον πολιτικό περιορισμό της απόλυτης ανάγκης αποφυγής απωλειών, ώστε να μη διαταραχθεί η αίσθηση “κανονικότητας” της ζωής στη Ρωσία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν μπήκε σε αυτή την περιπέτεια ρίχνοντας στη μάχη εναντίον της δεύτερης μεγαλύτερης σε έκταση ευρωπαϊκής χώραςμόλις 150.000 άνδρες, πράγμα που ήδη το φθινόπωρο του 2022 επέβαλε εγκατάλειψη εδαφών και κήρυξη μερικής επιστράτευσης. Έκτοτε οι Ρώσοι ιθύνοντες επιμένουν να καθησυχάζουν τον λαό τους ότι η σταθερή συρροή εθελοντών (και κυρίως εγκλείστων του σωφρονιστικού συστήματος) καθιστά αχρείαστο ένα δεύτερο κύμα επιστράτευσης.
Ανθρωποκυνηγητό
Αλλά στην Ουκρανία όλα αυτά έχουν άκρως επείγοντα χαρακτήρα. Το μαρτυρεί αυτό το πρόσφατο στρατολογικό νομοθέτημα το οποίο μειώνει την ηλικία επιστράτευσης από τα 27 στα 25 χρόνια. Το μαρτυρεί επίσης και η διακοπή παροχής προξενικών υπηρεσιών προς τους απόδημους Ουκρανούς άρρενες, ηλικίας 18 έως 60 ετών, προκειμένου να υποχρεωθούν να επαναπατρισθούν. Η Πολωνία, μάλιστα, υποσχέθηκε να διευκολύνει την επιστροφή Ουκρανών που βρίσκονται στο έδαφός της – όμως το να αναμένει κανείς ότι οι ευρωπαϊκές χώρες που προηγουμένως άνοιξαν τις αγκάλες τους στους πρόσφυγες θα επιδοθούν σε ανθρωποκυνηγητό φυγόστρατων είναι πρακτικά και πολιτικά άτοπο.
Στην πραγματικότητα, από την πρώτη στιγμή των εχθροπραξιών ήταν σαφές ότι η Ουκρανία παρέτασσε πολύ μικρότερο αριθμό στρατιωτών από αυτόν που θα μπορούσε θεωρητικά να συγκεντρώσει. Ένας λόγος για αυτό είναι ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν μεταναστεύσει ήδη πριν από την έναρξη του πολέμου. Ένας άλλος είναι ο μεγάλος αριθμός όσων στρατεύσιμων απλώς λαθροβιούν, κρύβοντας τα ίχνη τους από τους στρατολόγους ή εξασφαλίζοντας με δωροδοκίες την απαλλαγή τους. Υπολογίζεται ότι αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στα όπλα μόλις το 15% του ανδρικού πληθυσμού. Όμως, ακόμα και με τον επαναπατρισμό των αποδήμων ή την περαιτέρω μείωση του ορίου ηλικίας επιστράτευσης, οι ανάγκες εκπαίδευσης των εφέδρων ισοδυναμούν με το τιτάνιο έργο της δημιουργίας ενός νέου στρατού εν καιρώ πολέμου.
Μακροπρόθεσμη δημογραφική συρρίκνωση
Από το 1993 ο πληθυσμός της Ουκρανίας μειώνεται κατά 150.000 έως 350.000 άτομα κάθε χρόνο και το 2007 η χώρα είχε τον τέταρτο ταχύτερο ρυθμό πληθυσμιακής συρρίκνωσης παγκοσμίως.
Το Ινστιτούτο Δημογραφίας της Ουκρανικής Ακαδημίας υπολογίζει ότι ο πραγματικός πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε μόλις 35 εκατομμύρια και όχι 48 εκατομμύρια που αναφέρει η τελευταία απογραφή. Την κατάσταση επιδεινώνει θεαματικά η μετανάστευση, που από το 2014 και εξής πήρε μεγάλες διαστάσεις. Μόνο το έτος 2017, 662.000 Ουκρανοί έλαβαν βίζα για χώρες της Ε.Ε., κυρίως την Πολωνία, σύμφωνα με τη Eurostat. Τουλάχιστον ένα εκατομμύριο έχει προτιμήσει τη Ρωσία.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και Άμυνας της Ουκρανίας υπολογίζει ότι 9 εκατ. πολίτες έχουν βρει εργασία στο εξωτερικό, ενώ εντός της χώρας βρίσκονται μόνο 21 εκατομμύρια ηλικίας 20 έως 55 ετών. Στην παρούσα φάση, ο μέσος όρος ηλικίας των Ουκρανών που πολεμούν αυτή τη στιγμή φέρεται να έχει φτάσει τα 43 έτη, καθώς το Κίεβο χρειάστηκε να “επαναδημιουργήσει” τον στρατό του δύο φορές από το 2022 μέχρι σήμερα.