Τo μεσημέρι της 24ης Σεπτεμβρίου 2024, μετά από ένα ελαφρύ γεύμα από φτερούγες κοτόπουλου, ο Marcellus «Khaliifah» Williams εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση στο Μιζούρι. Ηταν καταδικασμένος εις θάνατον για τη δολοφονία της δημοσιογράφου Lisha Gayle το 1998, η οποία χτυπήθηκε 43 φορές με μαχαίρι κατά τη διάρκεια διάρρηξης στο σπίτι της. Η ενοχή του δεν αποδείχτηκε ποτέ με αδιάσειστα στοιχεία. Και παρά τις εκκλήσεις της ομάδας υπεράσπισης αλλά και της οικογένειας του θύματος, ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης της Πολιτείας αρνήθηκε να δώσει χάρη έστω την τελευταία στιγμή.
Ο Williams έγινε ο τρίτος κατάδικος που εκτελέστηκε φέτος στο Μιζούρι και ο 15ος σε ολόκληρες τις ΗΠΑ για τους εννέα πρώτους μήνες του 2024. Η εκτέλεσή του ήρθε να προστεθεί σε άλλες τέσσερις που έγιναν μέσα σε μία μόλις εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, κάτι πρωτοφανές για τα δικαστικά χρονικά των ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια. Το μπαράζ αυτών των εκτελέσεων γίνεται κάτω από ένα πολωμένο κλίμα, με τους Ρεπουμπλικανούς να έχουν το πλεονέκτημα της κυριαρχίας στο δικαστικό σώμα. Παράλληλα, οι πράξεις αυτές έχουν έντονη φυλετική χροιά, αφού οι τρεις από τους πέντε ήταν μαύροι. Στοιχείο που συμφωνεί με τη γενικότερη στατιστική στις ΗΠΑ, που θέλει το 34% των εκτελεσθέντων από το 1976 να είναι μαύροι, όταν οι Αφροαμερικανοί αποτελούν μόλις το 13% του πληθυσμού.
Από τα παραπάνω, είναι προφανές ότι οι κάτοικοι των ΗΠΑ δεν έχουν λόγους να γιορτάζουν στις 10 Οκτωβρίου την «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Θανατικής Ποινής». Μόλις 23 Πολιτείες την έχουν καταργήσει, σε 25 εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σε δύο, Καλιφόρνια και Πενσιλβάνια, συνεχίζει να ισχύει, αν και για χρόνια έχει ατονήσει. Αντίστοιχη είναι η εικόνα σε όλο τον πλανήτη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2022, η θανατική ποινή ήταν σε ισχύ σε 55 χώρες, σε 9 από αυτές ισχύει μόνο για σοβαρά εγκλήματα, ενώ σε 23 δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια εκτέλεση τα τελευταία 10 χρόνια. Οι χώρες που διατηρούν τα πρωτεία στις εκτελέσεις θανατοποινιτών είναι: Ιράν, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, ΗΠΑ, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, Βόρεια Κορέα, Υεμένη και Κίνα. Η τελευταία είναι ιδιάζουσα περίπτωση, μια και κανείς δεν γνωρίζει τον αριθμό των εκτελεσθέντων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το σύνολό τους κατά έτος μπορεί να φτάνει και τις χιλιάδες.
Οσο για τις μεθόδους θανάτωσης, υπάρχει μεγάλη γκάμα, από τους αποκεφαλισμούς που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στη Σαουδική Αραβία μέχρι τις εκτελέσεις με αέριο άζωτο στις ΗΠΑ, μία μέθοδος που χαρακτηρίζεται απάνθρωπη και άκρως επώδυνη για τον κατάδικο. Στην Ευρώπη, μόνο η Λευκορωσία διατηρεί σε ισχύ την εσχάτη των ποινών. Δεν λείπουν βέβαια οι περιπτώσεις (όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία) όπου οι συνήθεις ακραία συντηρητικές φωνές μιλούν για την επαναφορά της.
Ομως φαίνεται ότι για το κυρίαρχο κοινωνικό αφήγημα των Ευρωπαίων, η θανατική ποινή ανήκει οριστικά στο παρελθόν.
Τι ισχύει στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η θανατική ποινή υπήρξε ενταγμένη στον ποινικό κώδικα από την ίδρυσή της έως και το 1972 όπου έγινε η τελευταία εκτέλεση. Από εκεί και μετά η θανατική ποινή ατόνησε και τις ελάχιστες φορές που υπήρξαν θανατικές καταδίκες, μετατράπηκαν σε ισόβια. Η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα έγινε με τον Νόμο 2172 του 1993 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ κατοχυρώθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Εκεί αναφέρεται ότι η θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, παρά μόνο σε περιπτώσεις κακουργημάτων που εκτελούνται εν καιρώ πολέμου.
Η πλήρης κατάργηση της εσχάτης των ποινών υιοθετήθηκε από την Ελλάδα με το «13ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (2002). Η τελευταία φορά που η θανατική ποινή συζητήθηκε στη δημόσια σφαίρα ήταν το 1997. Με αφορμή την αύξηση των θανάτων από ναρκωτικά, 61 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. δήλωσαν ότι ήταν υπέρ της επιβολής της θανατικής ποινής στους εμπόρους ναρκωτικών. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει άλλη συστημική κίνηση προς επαναφορά της θανατικής ποινής. Η όποια συζήτηση περιορίζεται στο επίπεδο της κοινωνίας. Και κορυφώνεται σε περιπτώσεις εν θερμώ αντιδράσεων στον απόηχο αποτρόπαιων εγκλημάτων που σωρεύονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Η θανατική ποινή έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη ιστορία και ανέκαθεν προβλημάτιζε για τη χρησιμότητά της. Η αρχαιότερη καταγραφή χρονολογείται το 1754 π.Χ., στον Βαβυλώνιο Κώδικα του Χαμουραμπί. Η αντίληψη της «ανταπόδοσης» ενός εγκλήματος με μία πράξη ίσης αξίας κυριάρχησε για πολλούς αιώνες, φτάνοντας έως και την Αρχαία Αθήνα με τους νόμους του Δράκοντα. Ο τύραννος της Αθήνας συνέταξε ένα πλήθος από σκληρούς νόμους («δρακόντεια μέτρα») οι οποίοι επέβαλλαν την ποινή του θανάτου για ένα πλήθος παραβατικών συμπεριφορών, ακόμα και για την κλοπή φρούτων.
Ο Σόλωνας θα βάλει ένα φρένο στην απάνθρωπη κατάσταση επιβάλλοντας τη θανατική ποινή μόνο για πολύ σοβαρά αδικήματα κατά της ανθρώπινης ζωής. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Πλάτωνας και (λιγότερο) ο Αριστοτέλης προβληματίστηκαν με την αναγκαιότητα της θανάτωσης ενός εγκληματία, με τον πρώτο να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ποινή αυτή δεν ξαναφέρνει πίσω το θύμα, είναι όμως απαραίτητη «για χάρη του μέλλοντος», δηλαδή να λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Στην πορεία των αιώνων υπήρξαν πολλές «σχολές» σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι της θανατικής ποινής, η οποία γνώρισε μεγάλη έξαρση στον Μεσαίωνα. Ο Διαφωτισμός έφερε σημαντική αλλαγή στις αντιλήψεις για αυτή τη μέθοδο τιμωρίας, αμφισβητώντας την ηθική της νομιμοποίηση και την αποτελεσματικότητά της, αναδεικνύοντας τη φυλάκιση ως το κύριο μέσο σωφρονισμού. Τη «χαριστική βολή» στη θανατική ποινή έδωσε η εργαλειοποίησή της από τη ναζιστική Γερμανία αλλά και τις εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων αντιφρονούντων στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα και αλλού.
Οι υπέρ ή οι κατά
Παρά την κατάργησή της, η συζήτηση γύρω από τη θανατική ποινή παραμένει επίκαιρη σε όλες τις χώρες της Ευρώπης αλλά και στην Ελλάδα, με υποστηρικτές της μίας ή της άλλης άποψης να τοποθετούνται απέναντι στο ενδεχόμενο της επαναφοράς της. Οι έρευνες που αφορούν την Ελλάδα (MRB το 2018 και το 2021) δείχνουν ένα πολύ μικρό προβάδισμα σε όσους θεωρούν τη θανατική ποινή μια υπόθεση που έχει οριστικά κριθεί. Ομως το ποσοστό εκείνων που θα συζητούσαν υπό προϋποθέσεις την επιστροφή της είναι κατά μέσο όρο σταθερά πάνω από το 45%. Αντίστοιχα είναι τα μεγέθη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με μια τάση αύξησης σε περιοχές που έχουν αυξημένη εγκληματικότητα.
Για τη χώρα μας, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποιοτική ανάλυση των ερευνών, καθώς κάθε γενιά προτάσσει τις δικές της επιλογές ως εγκλήματα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επαναφορά της θανατικής ποινής. Για παράδειγμα οι boomers έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα των ναρκωτικών, ενώ οι νεότερες γενιές εστιάζουν περισσότερο στα σεξουαλικά αδικήματα και στην έμφυλη βία. Επίσης, οι έχοντες ανώτερη μόρφωση και όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως ανήκοντες στο «αριστερο-προοδευτικό» πολιτικό φάσμα, εκφράζονται κατά της θανατικής ποινής. Ποια είναι όμως τα «όπλα» της κάθε πλευράς;
Για εκείνους που τάσσονται κατά της θανατικής ποινής, το κυρίαρχο επιχείρημα είναι ότι αυτή δεν έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Υποστηρίζουν επίσης ότι η θανατική ποινή είναι μία πράξη εκδίκησης, ενώ θα πρέπει να προάγεται ο σωφρονισμός. Ενα ακόμα επιχείρημα είναι ότι ο θάνατος του δράστη δεν πρόκειται να φέρει πίσω το θύμα. Πολλοί επισημαίνουν ότι η εκτέλεση του δράστη γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού και το μόνο που καταφέρνει είναι να εξάπτει τον φανατισμό στην κοινωνία. Η θρησκευτική προσέγγιση είναι επίσης καθοριστική, καθώς οι περισσότερες μεγάλες θρησκείες προάγουν την επιείκεια και τη συγχώρεση μετά τη διάπραξη ενός αδικήματος.
Στον αντίποδα, όσοι επιθυμούν την επιστροφή της θανατικής ποινής επισημαίνουν ότι η αποτρεπτική ισχύς έχει αποδειχτεί διαχρονικά. Το δεύτερο ισχυρό επιχείρημα είναι η αρχή της ίσης ανταπόδοσης, η οποία δεν έχει σχέση με την εκδίκηση, αλλά αποκαθιστά την ισότητα μεταξύ θύτη και θύματος. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει διπλό όφελος για το κοινωνικό σύνολο: εξουδετερώνεται ένας εγκληματίας ο οποίος πιθανότατα θα επαναλάβει τη δράση του.
Δύο όμως είναι οι πιο σημαντικοί λόγοι για όσους σήμερα στη χώρα μας επιθυμούν την επιστροφή της θανατικής ποινής. Το πρώτο σχετίζεται με τη δικαίωση της οικογένειας του θύματος, καθώς αναλαμβάνει η Πολιτεία να επαναφέρει τη διαταραχθείσα κοινωνική τάξη χωρίς την ανάγκη της αυτοδικίας. Το δεύτερο αφορά τις παθογένειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος, όπου η καταδίκη σε ισόβια για σοβαρά εγκλήματα που συνταράσσουν την κοινωνία συνήθως μετατρέπεται σε πολύ λίγα χρόνια φυλάκισης. Η τυπική κατάληξη είναι ο δράστης να αφήνεται ελεύθερος έχοντας εκτίσει μικρό μέρος της ποινής του και τις περισσότερες φορές συλλαμβάνεται να διαπράττει και πάλι παρόμοιες έκνομες πράξεις.
Είναι ενδεικτικό ότι στα δείγματα των ερευνών που απάντησαν υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής, ένα μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων υποστήριξαν ότι θα μπορούσαν να μην έχουν αυτήν τη θέση αν η καταδίκη σε ισόβια σήμαινε παραμονή του δράστη στη φυλακή εφ’ όρου ζωής.
Ομως, όσο τα τελευταία χρόνια η εγκληματικότητα στην Ελλάδα αυξάνεται και γίνεται πιο ακραία, η (έστω και εν θερμώ) επίκληση της επαναφοράς της θανατικής ποινής φανερώνει μία ξεκάθαρη δυσαρέσκεια απέναντι σε ένα σύστημα που έχει φτάσει στην απέναντι όχθη: να αναγνωρίζει κατά κύριο λόγο τα δικαιώματα του θύτη και όχι τις υποχρεώσεις της Πολιτείας αλλά και του κοινωνικού συνόλου απέναντι στο θύμα.
Από τον τυφεκισμό στη λαιμητόμο
Μέσα από τις αναταράξεις των πρώτων χρόνων της Επανάστασης, οι Ελληνες, αν και αλληλοσπαρασσόμενοι, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν μία κρατική οντότητα. Σημείο καμπής υπήρξε η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Αστρος Κυνουρίας το 1823, όπου πάρθηκαν οι πρώτες αποφάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους. Μεταξύ αυτών ήταν και οι πρώτες επίσημες καταγραφές ενός στοιχειώδους ποινικού κώδικα (στο λεγόμενο «Απάνθισμα των Εγκληματικών»), ο οποίος βασιζόταν πάνω στο Βυζαντινό Δίκαιο. Η θανατική ποινή υπήρχε ως έσχατη τιμωρία για ειδεχθή εγκλήματα, όμως χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια μέχρι να εφαρμοστεί επίσημα.
■ Η πρώτη εκτέλεση θανατοποινίτη. Το 1830 ο Γεώργιος Λεμονής ήταν ένας 25χρονος βοσκός που ζούσε στη Σκόπελο. Σε μία από τις επισκέψεις στο σπίτι του φίλου του Γιάννη μπήκε στον πειρασμό να ανοίξει ένα σεντούκι και να κλέψει 377,5 γρόσια. Δύο ημέρες αργότερα, ο φίλος του είδε ότι έλειπε το ποσό και έχοντας αντιληφθεί τι είχε γίνει, ζήτησε από τον Λεμονή να του τα επιστρέψει.
Ο Λεμονής, φοβούμενος για τις επιπτώσεις, πήγε στο σπίτι του φίλου του, και κραδαίνοντας ένα τσεκούρι και ένα μαχαίρι σκότωσε τον ίδιο και μαζί τη μητέρα και τον μικρό του αδελφό. Οι τοπικές Αρχές κατάφεραν να βρουν τον Λεμονή και μετά από μία σύντομη δίκη καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο δράστης κατάφερε να δραπετεύσει δύο φορές και να διαφύγει στο Πήλιο. Ομως τελικά συνελήφθη και παρά την αίτηση χάριτος προς τον Ιωάννη Καποδίστρια βρέθηκε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Το πρωί της 15ης Οκτωβρίου 1830, τρεις στρατιώτες στάθηκαν απέναντι στον Λεμονή και τον πυροβόλησαν στο πρόσωπο.
■ Με τυφεκισμό εκτελέστηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1831 στην Ακροναυπλία ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ένας εκ των δολοφόνων του Καποδίστρια. Η μέθοδος που είχε επιλεγεί τότε ήταν ο τυφεκισμός, αν και αργότερα, με την άφιξη του Οθωνα και για πολλές δεκαετίες, εφαρμόστηκε κατά κύριο λόγο η λαιμητόμος. Μια ενδιαφέρουσα αναφορά λέει ότι η γκιλοτίνα τοποθετείτο σε περίοπτα σημεία της Αθήνας, έτσι ώστε να δρα αποτρεπτικά στη διάπραξη νέων εγκλημάτων.
Η Δίκη των Εξι
Αναμφίβολα η πιο πολύκροτη δικαστική υπόθεση του προηγούμενου αιώνα, η οποία διεξήχθη μέσα στην παραφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρά το γεγονός ότι στο εδώλιο κάθονταν οκτώ κατηγορούμενοι, έμεινε στην ιστορία ως Δίκη των Εξι, καθώς έξι από αυτούς οδηγήθηκαν τελικά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η δίκη έγινε με συνοπτικές διαδικασίες και με ένα έωλο κατηγορητήριο υπό την πίεση της κοινής γνώμης που ζητούσε τα εξιλαστήρια θύματα της τραγωδίας.
Παρά τις ασφυκτικές διεθνείς πιέσεις, το δικαστήριο ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου ανακοινώνει την απόφαση που οδηγεί στο εκτελεστικό απόσπασμα τους Γεώργιο Χατζηανέστη, Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή και Νικόλαο Θεοτόκη. Μέσα στη νύχτα οι κρατούμενοι μαθαίνουν ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εσχάτη των ποινών στις αμέσως επόμενες ώρες. Αφού τους μεταφέρουν στο Γουδί, πίσω από εκεί που βρίσκεται σήμερα το νοσοκομείο «Σωτηρία», τους εκτελούν, και μετά από λίγες ώρες τους ενταφιάζουν στο Α’ Νεκροταφείο.
Το ενδιαφέρον γι’ αυτή την υπόθεση αναζωπυρώθηκε το 2008 όταν ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ζήτησε ακύρωση της απόφασης του 1922. Μετά από πολλές ανατροπές, τον Οκτώβριο του 2010 ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την απόφαση του Εκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου που είχε οδηγήσει τους έξι στο εκτελεστικό απόσπασμα για εσχάτη προδοσία. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα η δικαιοσύνη αποδόθηκε, όμως ο ατιμωτικός θάνατος των καταδικασθέντων ήταν τελεσίδικος.
Η πρώτη Ελληνίδα
Αν και οι γυναίκες συμμετείχαν σε κάποια πολύ ειδεχθή εγκλήματα, η αντιμετώπισή τους ήταν πιο ήπια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το έγκλημα στου Χαροκόπου και η καταδίκη της διαβόητης πεθεράς του Αθανασόπουλου σε ισόβια, παρά το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε διαπράξει. Χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι το 1960 για να σταλεί μία γυναίκα στο απόσπασμα. Η Σταυρούλα Γκοβούση ζούσε με τον γιο της Δημήτρη και την έγκυο σύζυγό του, την 21χρονη Μεταξία, σε χωριό κοντά στο Λεωνίδιο.
Η πεθερά υποπτευόταν ότι η νεαρή γυναίκα είχε σχέσεις με άλλους άνδρες και την πίεζε να κάνει έκτρωση. Οταν δεν κατάφερε να την πείσει, αποφάσισε να προχωρήσει στη δολοφονία της. Την έδεσε στο κρεβάτι και με τη βοήθεια του γιου της τη σκότωσαν με χτυπήματα και την έριξαν στη στέρνα στην αυλή. Παρά το θέατρο που έπαιζαν για αρκετές ημέρες, οι Αρχές έφτασαν στην αλήθεια. Το δικαστήριο καταδίκασε και τους δύο εις θάνατον.
Τον Μάιο του 1960 απορρίφθηκε η αίτηση χάριτος. Το ξημέρωμα της 26ης Αυγούστου η Γκοβούση οδηγήθηκε στον Υμηττό, όπου και εκτελέστηκε. Ηταν η πρώτη από τις τέσσερις συνολικά γυναίκες που αντιμετώπισαν την εσχάτη των ποινών στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
■ Ο δράκος του Σέιχ Σου. Μία καταδίκη σε θάνατο που ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεκαθαρίσει για το αν ήταν δίκαιη. Η υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη, ή του «Δράκου του Σέιχ Σου» όπως έχει μείνει στην ιστορία, απασχόλησε τη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 1950 όταν ένας νεαρός έκανε επιθέσεις σε νεαρά ζευγάρια και μοναχικές γυναίκες.
Οι Αρχές, μετά από έρευνες που κράτησαν αρκετά χρόνια, παρουσίασαν ως αυτουργό τον Παγκρατίδη. Παρά τις έντονες αμφιβολίες που εκφράστηκαν, το δικαστήριο τον καταδίκασε χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τετράκις εις θάνατον. Στις 16 Φεβρουαρίου 1968 οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα στις φυλακές Επταπυργίου, φωνάζοντας έως και την τελευταία στιγμή «Μανούλα μου, είμαι αθώος!».
Η υπόθεση του Παγκρατίδη δεν τελείωσε με την εκτέλεσή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν συστηματικές έρευνες, οι οποίες όλες κατέτειναν στην αθωότητά του. Φέρνοντας στο προσκήνιο τον προβληματισμό για τις περιπτώσεις δικαστικής πλάνης.
■ To 1969 καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν οι δύο Γερμανοί serial killers, οι οποίοι ταξίδευαν σε όλη τη χώρα αφήνοντας γύρω τους πτώματα. Οι δύο Γερμανοί που σόκαραν την Ελλάδα ήταν ο Χέρμαν Ντουφτ και ο Χανς Μπασενάουερ. Είχαν μπει στη χώρα μας ως τουρίστες, έχοντας σκοτεινό παρελθόν και βαρύ μητρώο. Από τις 6 Μαρτίου έως τις 16 Απριλίου, οπότε συνελήφθησαν, σκότωσαν δύο άτομα στη Θήβα, έναν επιχειρηματία στη Βούλα, έναν ταξιτζή στο Καβούρι, έναν ιδιοκτήτη βενζινάδικου στη Μαλακάσα και έναν οδηγό στην Κακιά Σκάλα.
■ Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα. Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο άνθρωπος που αντιμετώπισε για τελευταία φορά το εκτελεστικό απόσπασμα στη χώρα μας. Το έγκλημά του έμεινε ως ένα από τα πιο ειδεχθή στα εγκληματολογικά χρονικά. Παντρεμένος με τη γυναίκα του Βασιλική από το 1967, απέκτησε μαζί της δύο παιδιά. Οταν η σύζυγός του ζήτησε διαζύγιο, εκείνος αποφάσισε να εκδικηθεί την πεθερά του που τη θεωρούσε υπεύθυνη. Με δύο συνεργούς πήγαν στο σπίτι της και κρατώντας στα χέρια μπιτόνια με βενζίνη μπήκαν μέσα και έβαλαν φωτιά. Στο σπίτι όμως βρισκόταν η σύζυγός του και τα δυο τους παιδιά, τα οποία βρήκαν φρικτό θάνατο.
Η Βασιλική έζησε για λίγες ημέρες, αρκετές για να φανερώσει στην Αστυνομία ποιος ήταν ο δράστης. Ο Λυμπέρης συνελήφθη και στην πολύκροτη δίκη που έγινε το 1972 καταδικάστηκε τετράκις εις θάνατον. Μετά και από την απόρριψη της τελευταίας αίτησης χάριτος, τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου, στο πεδίο βολής του στρατού στο Ηράκλειο, τα όπλα ενός εκτελεστικού αποσπάσματος ακούστηκαν για τελευταία φορά στην Ελλάδα.
Φωτογραφίες: Getty images / Ideal images
Ειδήσεις σήμερα:
Ο τυφώνας Μίλτον χτυπάει τη Φλόριντα, αναφορές για νεκρούς στην κομητεία Σεντ Λούσι – Οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό
Τζορτζ Μπάλντοκ: Η ιστορία της ζωής του άτυχου ποδοσφαιριστή, που πέθανε μόλις στα 31 του χρόνια – Ήταν πατέρας ενός παιδιού
Τραγωδία στη Γλυφάδα: Νεκρός ανασύρθηκε από την πισίνα του σπιτιού του ο Μπάλντοκ του Παναθηναϊκού