Του Κώστα Ράπτη
Απαισιοδοξία για την οικονομία, πόλωση, ενίσχυση της έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς και αποσυσπείρωση των Δημοκρατικών είναι τα στοιχεία που δίνουν την εικόνα των Αμερικανών ψηφοφόρων ενώ προσέρχονται σήμερα για τις “ενδιάμεσες εκλογές”, στις οποίες θα κριθούν και οι 435 έδρες της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων, οι 35 από τις 100 έδρες της Γερουσίας, 36 θέσεις κυβερνητών πολιτειών και σειρά άλλων τοπικών αρχόντων (λ.χ. ο δήμαρχος του Λος Άντζελες).
Η ανακοίνωση του αποτελέσματος θα είναι μακρά και περίπλοκη, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο επικοινωνιακής διαχείρισης, αλλά και αμφισβήτησης του αποτελέσματος, σε ένα τοπίο όπου λ.χ. το 66% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων εξακολουθεί να θεωρεί “κλεμμένη” την προεδρική εκλογή του 2020.
Οι διαφορετικοί κανόνες διεξαγωγής της ψηφοφορίας ανά πολιτεία εντείνουν το πρόβλημα, ιδίως όπου η αναμέτρηση αναμένεται να κριθεί με οριακή διαφορά. Σημαντικό στοιχείο είναι το αν η επιστολική ψήφος (στην οποία οι Δημοκρατικοί έχουν συνήθως και πλεονέκτημα και της οποίας έκαναν ήδη χρήση 45 εκατομμύρια ψηφοφόροι) καταμετράται πριν ή μετά την ψήφο διά ζώσης, γεγονός το οποίο δύναται να δημιουργήσει λανθασμένες αρχικές εντυπώσεις για το αποτέλεσμα.
Οι Δημοκρατικοί διατηρούσαν στο απερχόμενο Κογκρέσο οριακή πλειοψηφία μίας έδρας στη Γερουσία και πέντε εδρών στη Βουλή. Θεωρείται πιθανό να τη χάσουν και στα δύο σώματα ή τουλάχιστον στο δεύτερο.
Από τις 35 έδρες της Γερουσίας που κρίνονται, οι 21 κατέχονται από Ρεπουμπλικανούς και οι 14 από Δημοκρατικούς. Οριακές διαφορές στην πρόθεση ψήφου, μικρότερες της ποσοστιαίας μονάδας, καταγράφονται, σύμφωνα με το FiveThirtyEight, στην Τζόρτζια, την Πενσιλβάνια και τη Νεβάδα. Αν οι Ρεπουμπλικανοί επικρατήσουν και στις τρεις πολιτείες, χωρίς να υποστούν απώλειες αλλού θα αποκτήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας με 52 έδρες έναντι 48. Διαφορές μικρότερες των πέντε μονάδων καταγράφονται επίσης στην Αριζόνα, το Νέο Χάμσαϊρ, το Ουισκόνσιν, την Βόρειο Καρολίνα και το Οχάιο.
Σε πανεθνικό επίπεδο, η πρόθεση ψήφου για τη Βουλή των Αντιπροσώπων ευνοεί εδώ και λίγες ημέρες τους Ρεπουμπλικανούς, με ποσοστό 46,6% έναντι 45,5%.
Πρόκειται πάντως για τις εκλογές με τις λιγότερες πραγματικά διακυβευόμενες έδρες, εφόσον οι εκλογικές περιφέρειες έχουν αναδιαταχθεί (κατά τρόπο, όπως συνηθίζεται, που να ευνοεί το κατά τόπους κυρίαρχο κόμμα) με βάση τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής. Πρόκειται επίσης για τις ενδιάμεσες εκλογές με το μεγαλύτερο κόστος, εφόσον οι δαπάνες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 16,7 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την ανάλυση της οργάνωσης OpenSecrets της Ουάσιγκτον.
Ενδεικτικό του γενικότερου κλίματος είναι το εύρημα έρευνας των ABC News και Washington Post που φέρει το 88% των Αμερικανών πολιτών να εκφράζουν ανησυχίες ότι οι πολιτικές διαιρέσεις έχουν ενταθεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε να προβάλλει ορατός ο κίνδυνος ξεσπάσματος πολιτικής βίας.
Ως προς τα ζητήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους, πρώτη στη λίστα είναι για τους Ρεπουμπλικανούς η κατάσταση της οικονομίας και ακολουθούν η μετανάστευση και η εγκληματικότητα, ενώ για τους Δημοκρατικούς προέχει η διαφύλαξη του δικαιώματος στην άμβλωση και ακολουθούν η κλιματική αλλαγή και ο περιορισμός της οπλοφορίας. Ότι πρόκειται για δύο “διαφορετικούς κόσμους” είναι πλέον σαφές.
Μολονότι η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, η εκτίναξη του πληθωρισμού σε ποσοστά άνω του 8% λειτουργεί καταλυτικά: το ποσοστό των ψηφοφόρων που κρίνουν την οικονομία ως “εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα” (περίπου 49% κατά την Gallup) είναι το υψηλότερο από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2010, στον απόηχο της μεγάλης κρίσης του 2008.
Όπως σε κάθε αντίστοιχη περίσταση, οι εκλογές αυτές αποτελούν “δημοψήφισμα” για τον ένοικο του Λευκού Οίκου και θα κρίνουν την ικανότητά του να νομοθετεί με ευχέρεια κατά το δεύτερο μισό της θητείας του, αναλόγως των συσχετισμών στο Κογκρέσο. Εν προκειμένω, τυχόν έλεγχος ενός ή και των δύο σωμάτων από τους Ρεπουμπλικανούς θα επιφέρει πιέσεις για περιορισμό δαπανών και θέσπιση φοροαπαλλαγών, ενώ ενδέχεται να οδηγήσει και σε κινήσεις παραπομπής του προέδρου με το ερώτημα της καθαίρεσης, σε “ανταπόδοση” προς όσα είχαν συμβεί κατά τη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ.
Ιδιαίτερη σημασία στο διεθνές πεδίο θα έχει η διακηρυσσόμενη φιλοδοξία των Ρεπουμπλικανών να περιορίσουν την αποστολή βοήθειας προς την Ουκρανία. Ούτως ή άλλως, το θέμα του πολέμου στην Ουκρανία έχει υποχωρήσει σαφώς στις προτεραιότητες των ψηφοφόρων.
Υπενθυμίζεται ότι τα ποσοστά δημοφιλίας του Τζο Μπάιντεν είναι χαμηλά, με το 53% των ερωτηθέντων να αποδοκιμάζει τα πεπραγμένα του – ποσοστό που αγγίζει το 60% σε κρίσιμες πολιτείες όπως η Αριζόνα, η Νεβάδα, η Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο το μέγα ερώτημα είναι κατά πόσον θα καταφέρει να βάλει τη σφραγίδα του στην κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία των Ρεπουμπλικανών ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατά τις προκριματικές επέβαλε ορισμένους, άκρως αμφιλεγόμενους υποψηφίους, και κατόπιν περιόδευσε για τη στήριξή τους σε Αριζόνα, Φλόριντα, Οχάιο, Νεβάδα, Πενσιλβάνια και Άιοβα, υπαινισσόμενος ότι προετοιμάζει την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Ούτως ή άλλως η “τραμπική ψήφος” τείνει να υποτιμάται στις μετρήσεις, ωστόσο παραμένει σαφές ότι οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι εμφανίζονται περισσότερο “ενεργοποιημένοι” από τους Δημοκρατικούς, για τους οποίους μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη ενδέχεται να αποδειχθεί η διαρροή προς το αντίπαλο στρατόπεδο Ισπανόφωνων ψηφοφόρων που έχουν και αυτοί να εκφράζουν ανησυχίες για το θέμα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Συνολικά, αν εξαιρέσουμε το θέμα των αμβλώσεων σε συγκεκριμένες μεσοδυτικές πολιτείες όπου αυτό τίθεται εν αμφιβόλω από τις τοπικές αρχές, με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται αντιστάσεις, τα θέματα στα οποία επένδυσαν οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται να χάνουν διαρκώς τη βαρύτητά τους στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Η αφ’ υψηλού τοποθέτηση που θέλει τυχόν επικράτηση των αντιπάλων να συνιστά “απειλή για τη δημοκρατία”, όπως το έθεσε και ο ίδιος ο Μπάιντεν, δεν δείχνει να αποδίδει, ενώ η επανενεργοποίηση του αφηγήματος για ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές μάλλον παραπέμπει σε προληπτική επικοινωνιακή διαχείριση ενός δυσάρεστου για τους κυβερνώντες αποτελέσματος.