Του Κώστα Κατίκου
Νέο τοπίο με πολλά αγκάθια προβάλλει στις συλλογικές συμβάσεις μέσα από το νέο μηχανισμό αυξήσεων στον κατώτατο μισθό.
Το υπουργείο Εργασίας όπως φάνηκε από τη συζήτηση που διεξάγεται στη Βουλή για τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τον κατώτατο μισθό, επιδιώκει να στρέψει το ενδιαφέρον των κοινωνικών εταίρων στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων με αυξήσεις μισθών πάνω από τον κατώτατο μισθό, για τον καθορισμό του οποίου θα αποφασίζει η κυβέρνηση μέχρι το 2027 και από το 2028 η αύξηση θα προκύπτει με αυτόματο μηχανισμό στον οποίο δεν θα μπορεί να παρεμβαίνει καμία κυβέρνηση.
Το νομοσχέδιο κινείται σε δύο άξονες με στόχο αφενός, να καθορίσει τον τρόπο
αύξησης του κατώτατου μισθού και αφετέρου να εκπονήσει ένα σχέδιο δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ο μαθηματικός τύπος με τον οποίο θα προκύπτει ο κατώτατος μισθός έχει δύο
βασικούς συντελεστές. Ο ένας είναι ο πληθωρισμός, ειδικά για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας και η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας. Στόχος του Υπουργείου Εργασίας είναι όσο αυξάνονται οι τιμές του καλαθιού των ευάλωτων νοικοκυριών, να αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός για να θωρακιστούν απέναντι στην ακρίβεια ενώ, όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα της οικονομίας, τόσο θα αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη και τα κέρδη των επιχειρήσεων θα αντανακλώνται και στους μισθούς των εργαζομένων.
Ο αλγόριθμος δεν αντικαθιστά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ισχυρίζεται το υπουργείο φέρνοντας το παράδειγμα της Γαλλίας όπου εφαρμόζεται ένας παρόμοιος μαθηματικός τύπος για τις κατώτατες αμοιβές και ταυτόχρονα έχουν κατοχύρωση των εργαζομένων σε ποσοστά άνω του 90%, μέσω κλαδικών
συμβάσεων.
Με το ίδιο σκεπτικό αντιμετωπίζεται και η ελληνική πραγματικότητα καθώς η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως “πετάει το γάντι” στους κοινωνικούς εταίρους προκαλώντας τους να επιδείξουν την ωριμότητα που απαιτείται και να καθίσουν στο τραπέζι ων διαπραγματεύσεων για να συμφωνούν σε αυξήσεις των μέσων αποδοχών πάνω από τον εκάστοτε κατώτατο μισθό.
Η πρόκληση όμως δεν μόνο είναι να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι οι εργοδότες με τη ΓΣΕΕ, αλλά να διευκολυνθούν και στην επεκτασιμότητα και την υποχρεωτικότητα των συμβάσεων, εφόσον επιτυγχάνονται, με τη θέσπιση ελαστικότερων κριτηρίων.
Το μεγάλο πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις είναι πως καθίστανται γράμμα κενό
περιεχομένου καθώς ακόμη και αν καταλήγουν σε συμφωνία για κλαδική σύμβαση, αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί αυτόματα σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, αν δεν υπάρχει συμμετοχή του 51% των εργοδοτικών φορέων.
Το κριτήριο αυτό θεσπίστηκε στα χρόνια των μνημονίων και επί της ουσίας εξαφάνισε πολλές μεγάλες κλαδικές συμβάσεις του παρελθόντος όπως των ιδιωτικών υπαλλήλων., των λογιστών και άλλων κλάδων.
Για να υπάρξουν συμβάσεις με αυξήσεις πάνω από τον κατώτατο μισθό όπως λέει
το υπουργείο θα πρέπει να φύγουν από το τραπέζι τα εμπόδια που ακυρώνουν την επέκταση των συμβάσεων στους εργαζόμενους του ίδιου κλάδου.
Αν μειωθεί το ποσοστό της επεκτασιμότητας τότε ανοίγει ο δρόμος για να συναφθούν περισσότερες συλλογικές συμβάσεις και μαζί με τις επιχειρησιακές συμβάσεις που μονοπωλούν την αγορά εργασίας να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων με συλλογική σύμβαση προς το 80% που είναι και ο στόχος της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις αλλαγές στον κατώτατο μισθό και την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων.
Η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση προέρχεται και από έγκριτους εργατολόγους
όπως ο δικηγόρος Λουκάς Αποστολίδης ο οποίος σε δημόσια τοποθέτησή του για
το νομοσχέδιο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2022/2041 για τον κατώτατο μισθό σηματοδοτεί την αδρανοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς αφήνει έξω από τη διαμόρφωσή του τους κοινωνικούς εταίρους. Περαιτέρω δε, η νομοθετική επιλογή εφαρμογής της μαθηματικής φόρμουλας αλγορίθμων, για την αύξηση του κατώτατου μισθού από το έτος 2028, είναι μηχανισμός στασιμότητας της αγοραστικής δύναμης, με πλήρη εξάλειψη της διαβούλευσης με τούς κοινωνικούς εταίρους, τόσο για τα κριτήρια επάρκειας όσο και για τους συντελεστές της φόρμουλας, επισημαίνει ο κ. Αποστολίδης προτείνοντας μεταξύ άλλων:
*Επαναφορά της μετενέργειας των 6 μηνών για τους όρους των συμβάσεων που λήγουν αντί των 3 μηνών, που ισχύει σήμερα.
*Επανεξέταση και ρεαλιστικός επανακαθορισμός του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου αυτές να κηρύσσονται γενικώς υποχρεωτικές, περί το 20% αντί του 51% που ισχύει τώρα.
*Διατήρηση όλων των όρων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας της οποίας έληξε η μετενέργεια ως όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, και
εξάλειψη του μονομερούς δικαιώματος του εργοδότη να επιβάλει μείωση μισθών.