Ένας Αμερικανός χάκερ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης στις ΗΠΑ για νομιμοποίηση εσόδων σε μια από τις μεγαλύτερες υποθέσεις κλοπής κρυπτονομισμάτων στον κόσμο.
Ο Ίλια Λιχτενστάιν ομολόγησε την ενοχή του πέρυσι στο πλαίσιο της δίκης για την υπόθεση Bitfinex το 2016 και την κλοπή σχεδόν 120.000 bitcoin. Ο ίδιος “ξέπλενε” τα κλεμμένα κρπυτονομίσματα με τη βοήθεια της συζύγου του Χέδερ Μόργκαν, γνωστή και ως Razzlekhan στη χιπ χοπ σκηνή.
Τη στιγμή της κλοπής, τα bitcoin άξιζαν περίπου 70 εκατ. δολάρια αλλά η αξία τους είχε ξεπεράσει τα 4,5 δισ. δολάρια τη στιγμή της σύλληψής τους. Σήμερα, η αξία τους θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αναφέρει το BBC.
Τα περιουσιακά στοιχεία αξίας 3,6 δισ. δολαρίων που ανακτήθηκαν στην υπόθεση ήταν η μεγαλύτερη οικονομική κατάσχεση στην ιστορία του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, δήλωσε η αναπληρώτρια γενική εισαγγελέας Λίζα Μονακό. “Είναι σημαντικό να στείλουμε ένα μήνυμα ότι δεν μπορείτε να διαπράττετε αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητα, ότι υπάρχουν συνέπειες”, τόνισε η δικαστής Κολίν Κόλαρ-Κότελι.
Ο Λιχτενστάιν, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή από τον Φεβρουάριο του 2022, εξέφρασε μεταμέλεια και είπε ότι ελπίζει να εφαρμόσει στο μέλλον τις δεξιότητές του για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.
Η Μόργκαν δήλωσε ένοχη για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η ποινή της αναμένεται να ανακοινωθεί στις 18 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, ο Λιχτενστάιν χρησιμοποίησε προηγμένα εργαλεία και τεχνικές hacking για να παραβιάσει το Bitfinex. Μετά την κλοπή, ζήτησε τη βοήθεια της συζύγου του για τη νομιμοποίηση των κεφαλαίων. “Χρησιμοποίησαν πολυάριθμες εξελιγμένες τεχνικές ξεπλύματος”, ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Οι μέθοδοι περιλάμβαναν τη χρήση πλασματικών ταυτοτήτων, τη μετατροπή των κεφαλαίων σε διαφορετικά κρυπτονομίσματα και την αγορά χρυσών νομισμάτων.
Ο Λιχτενστάιν, ο οποίος γεννήθηκε στη Ρωσία αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ, διακινούσε τα χρήματα μέσω υπηρεσίας κούριερ κατά τη διάρκεια οικογενειακών ταξιδιών, μεταφέροντας έτσι τα ποσά πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσαν οι εισαγγελείς.