-|-
Απαισιόδοξοι εμφανίζονται προς το παρόν οι διεθνείς οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Ένωση, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, καθώς δεν βλέπουν παράγοντες οι οποίοι μπορούν να συντηρήσουν την ανάπτυξη στους σημερινούς της ρυθμούς.
Ειδικότερα, η Ε.Ε. βλέπει σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,2% σε μέσο ετήσιο επίπεδο μέχρι και το 2026 και στη συνέχεια προβλέπει υποχώρηση της ανάπτυξης στο 1,5% τη διετία 2027-2028 και στο 1,3% από το 2028 και μετά. Το ΔΝΤ στις προβλέψεις που δημοσίευσε μέσα στην εβδομάδα προβλέπει ότι από το 2% που θα φτάσει η ανάπτυξη το 2025, θα υποχωρήσει στο 1,3% το 2029. Η αιτία για την υποχώρηση της ανάπτυξης είναι παρόμοια και για τους δύο οργανισμούς. Το δημογραφικό, που θα μειώσει το εργατικό προσωπικό και η χαμηλή ακόμη παραγωγικότητα της οικονομίας, που δεν είναι η καλύτερη εγγύηση για τη συνέχιση της υψηλής ανάπτυξης.
Στις εκθέσεις τους για την Ελλάδα και οι δύο οργανισμοί προτείνουν να δημιουργηθούν κίνητρα για τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των γυναικών και των νέων μέχρι 24 ετών. Μάλιστα συμφωνούν, ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, αφού και για τις δύο κατηγορίες η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι από τις χαμηλότερες εντός της Ε.Ε.
Ένα δεύτερο σημείο σύγκλισης είναι ότι η Ελλάδα είναι απαραίτητο να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η προσδοκία είναι ότι, αν το Ταμείο Ανάκαμψης υλοποιηθεί σωστά και έγκαιρα, θα υπάρχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις (π.χ. η ψηφιοποίηση του Δημοσίου, η ηλεκτροκίνηση), που θα προσθέτουν από 0,8% έως και 1,3% στην ανάπτυξη μέχρι και το 2030. Ωστόσο, το δυσμενές διεθνές περιβάλλον δεν εγγυάται ότι τελικά το κέρδος των μεταρρυθμίσεων θα μεταφραστεί σε αύξηση του ΑΕΠ.
Το ελληνικό πακέτο “IRA“
Σε μια πρώτη αντίδραση, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πακέτο ενισχύσεων για τη βιομηχανία ύψους 8,3 δισ. ευρώ, ανάλογο με το αντίστοιχο πακέτο που δόθηκε στις ΗΠΑ.
Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο πακέτο δράσεων, με ορίζοντα υλοποίησης τριετίας, που θα επιχειρήσει να βάλει τη Βιομηχανία, την Έρευνα και την Καινοτομία σε προτεραιότητα. Επίσης θα λειτουργήσει ως κρίσιμη γέφυρα μετά τη λήξη ισχύος του Ταμείου Ανάκαμψης. Από τα βασικά στοιχεία επίσης θα είναι η περαιτέρω στήριξη των παραμεθόριων περιοχών της χώρας. Κορμός των επενδύσεων θα είναι ο υφιστάμενος αναπτυξιακός νόμος και η διάθεση κονδυλίων ύψους 3,3 δισ. ευρώ, τα οποία μαζί με τη μόχλευση, δηλαδή τις ιδιωτικές επενδύσεις, να προσεγγίσουν τα 3,3 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να ανοίξει τους επόμενους μήνες για πρώτη φορά ένα νέο καθεστώς, ουσιαστικά δηλαδή ένας νέος αναπτυξιακός νόμος, για την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων. Ωστόσο, ανάλογα προγράμματα κατά το παρελθόν δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία.
Η επόμενη μέρα
Ο επόμενος σταθμός θα είναι το 2027, που είναι έτος εκλογών. Η Ελλάδα θα έχει μόλις ολοκληρώσει το ΤΑΑ και θα βρίσκεται για τρίτο συνεχόμενο χρόνο στη διαδικασία υλοποίησης του τετραετούς μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού και διαρθρωτικού σχεδίου. Το θετικό είναι ότι θα υπάρχουν πρόσθετα έσοδα από φοροδιαφυγή, το ύψος των οποίων υπολογίζεται ότι θα ξεπερνάει τα 2,6 δισ. ευρώ.
Με την κατάλληλη διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι δυνατό η ανάπτυξη να ενισχυθεί από τη ζήτηση της οικονομίας. Αυτό θα γίνει με μειώσεις φόρων, ειδικά για τη λεγόμενη “μεσαία τάξη” μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης. Άλλωστε το 2027 είναι η χρονιά κατά την οποία θα πρέπει να εκπληρωθούν και οι προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης, για κατώτερο μισθό στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ.
Η λύση από την ΕΕ
Ωστόσο, εκτός από τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων, κρυφή ελπίδα του οικονομικού επιτελείου είναι ότι αργά ή γρήγορα τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. θα αρχίσουν να λειτουργούν και θα ανοίξουν πάλι οι φάκελοι που σχετίζονται με την ανάπτυξη, που είχε αφήσει η προηγούμενη περίοδος.
Μετά και τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Μάριο Ντράγκι, θα ανοίξουν ξανά οι συζητήσεις για το επόμενο ή τα επόμενα αναπτυξιακά σχέδια της Ευρωζώνης. Η έκθεση ζητούσε μεταξύ άλλων να αυξηθούν κυρίως οι δημόσιες επενδύσεις κατά 1 τρισ. ευρώ (800 εκατ. ευρώ για πράσινη μετάβαση και 200 εκατ. ευρώ για ψηφιακή αναβάθμιση), το οποίο μάλιστα προτείνεται να αντλείται από τις αγορές μέσω κοινού χρέους. Ως γνωστό, η απελθούσα Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ανοίξει το θέμα για συνέχιση του Ταμείου Ανάκαμψης μετά το 2026, με στόχευση κυρίως την πράσινη οικονομία, αλλά δεν είχε βρει ιδιαίτερη ανταπόκριση από τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Πιο ώριμη ήταν η συζήτηση για μια κοινή προσπάθεια στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Ούτε όμως σε αυτή την περίπτωση κατέληξαν οι συζητήσεις σε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, χρονοδιάγραμμα ή λύση χρηματοδότησης. Τούτο, παρότι όλοι παραδέχονται, ότι μια προσπάθεια για κοινή αμυντική πολιτική είναι εντελώς απαραίτητη.
Εμπόδια στα σχέδια αυτά φέρνει η σημαντική επιβράδυνση των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Η ύφεση της Γερμανίας και το πολιτικοοικονομικό πρόβλημα που υπομένει τώρα η Γαλλία έχουν απενεργοποιήσει τον γαλλογερμανικό άξονα (ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύσταση και λειτουργία του τρέχοντας Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2020). Χωρίς το ηγετικό δίδυμο η Ε.Ε. θα είναι δύσκολο να πάρει αποφάσεις που θα υιοθετήσουν και τα άλλα κράτη-μέλη.