Του Νίκου Ρουσάνογλου
Νέα “ζωή” αποκτούν όλο και περισσότερα κενά ισόγεια καταστήματα σε συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που είχαν περάσει στην “αφάνεια” ήδη από τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και παρέμεναν σε κατάσταση αχρησίας έκτοτε. Τους τελευταίους μήνες έχουν αρχίσει να “ξεφυτρώνουν” στη θέση τους, ισόγεια διαμερίσματα/στούντιο, τα οποία αξιοποιούνται, είτε μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, είτε και ως φοιτητική στέγη, με δεδομένες τις πολύ μεγάλες ελλείψεις που παρατηρούνται. Η δε απόδοσή τους, ακριβώς λόγω της μικρής επιφάνειάς τους και του χαμηλού κόστους συντήρησης, είναι πολύ υψηλότερη από ένα τυπικό διαμέρισμα μεγάλης επιφάνειας.
Η τάση αυτή έχει αρχίσει να παρατηρείται κυρίως σε δημοφιλείς συνοικίες για καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως π.χ. το Κουκάκι-Μακρυγιάννη, το Μετς και το Παγκράτι, ενώ κάτι ανάλογο καταγράφεται και σε συνοικίες της Θεσσαλονίκης.
Σε πολλές περιπτώσεις τα μικρά αυτά καταστήματα είναι μεγάλου ύψους, ώστε να επιτρέψουν είτε την διαμόρφωση ενός υπόγειου χώρου αποθήκευσης, ή ενός υπερυψωμένου παταριού, ανάλογα με την περίπτωση. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την έξυπνη εκμετάλλευση του χώρου, μέσω του ανασχεδιασμού τους ως κατοικίες. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, τέτοια ακίνητα εντοπίζονται σε μικρές οδούς σε πιο περιφερειακά σημεία του κέντρου της πόλης, αλλά εσχάτως έχουν αρχίσει να παρατηρούνται τέτοιες μετατροπές και σε πιο κεντρικά σημεία, όπως π.χ. στην οδό Αγίας Σοφίας και την οδό Μπότσαρη.
Τα ακίνητα αυτά είχαν ουσιαστικά εξελιχθεί σε “βάρος” για τους ιδιοκτήτες τους, μιας και το κόστος κατοχής τους, μέσω του ΕΝΦΙΑ, πέραν ασφαλώς των υπόλοιπων εξόδων συντήρησης κι επισκευών, δεν ήταν αμελητέα, τη στιγμή που τα έσοδα από ενοίκια ήταν μηδαμινά. Μια βόλτα σε διάφορους δευτερεύοντες δρόμους του κέντρου της Αθήνας, ή στις επιμέρους συνοικίες, όπως επίσης και σε αντίστοιχα σημεία άλλων περιοχών, είτε της Αττικής, είτε ακόμα και της Θεσσαλονίκης αποκάλυπτε μια εικόνα εγκατάλειψης κι ερήμωσης.
Σήμερα, έχει βρεθεί ένας τρόπος αξιοποίησης κι επιστροφής τους στην αγορά ακινήτων, μέσω της αλλαγής χρήσης και της μετατροπής τους σε κατοικίες, ώστε να καλυφθούν, έστω με τον τρόπο αυτό, οι μεγάλες ανάγκες που παρατηρούνται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι μετατροπές γίνονται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες, αλλά κατά βάση, τα ακίνητα αυτά, που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν στα “αζήτητα”, αγοράζονται πλέον από επενδυτές, Έλληνες και ξένους, με το κόστος μάλιστα να είναι ιδιαίτερα χαμηλό, πέριξ των 500 – 700 ευρώ/τ.μ., σε σχέση με την αγορά ενός διαμερίσματος, ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών τους (ισόγεια ακίνητα), αλλά και του ότι απαιτούν σημαντικά κεφάλαια, για να ανακατασκευαστούν και να αλλάξουν χρήση.
Κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960, 1970, ακόμα και 1980, ήταν σύνηθες σε κάθε πολυκατοικία που ανεγειρόταν, να δημιουργούνται και 2-3 ισόγεια καταστήματα (ανάλογα το μέγεθος του εκάστοτε οικοπέδου), τα οποία συνήθως κρατούσαν στην κατοχή τους οι κατασκευαστές για εκμετάλλευση, ή τα πωλούσαν σε ενδιαφερόμενους επενδυτές. Δηλαδή, σε αρκετές περιπτώσεις, τα εμπορικά αυτά ακίνητα δεν ανήκαν σε κάποιον από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, κάτι που ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα, μετά από 50 και πλέον χρόνια που έχουν περάσει. Έτσι, η διαχείριση τους κατέστη δυσκολότερη με την πάροδο του χρόνου, ενώ η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών, επέφερε καίριο πλήγμα στην εμπορικότητα των ακινήτων αυτών.
Πρόκειται για καταστήματα, ή και αποθήκες μικρής επιφάνειας, συνήθως 20-30 τ.μ. και σπανιότερα μεγαλύτερα, τα οποία είχαν ως σκοπό να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων της κάθε περιοχής, π.χ. ψιλικά, χαρτικά, κουρεία, κρεοπωλεία, μανάβικα, καφέ κτλ. Μετά την κρίση, πολλοί από τους επαγγελματίες αυτούς υποχρεώθηκαν να κλείσουν τα καταστήματά τους, ιδίως μάλιστα αν δεν τους ανήκαν, δηλαδή είχαν να ανταπεξέλθουν και στο πρόσθετο κόστος της ενοικίασης.
Σε άνοδο και τα “dark stores”
Ωστόσο, δεν είναι όλες οι περιοχές κατάλληλες για την μετατροπή των ισόγειων καταστημάτων σε κατοικίες, τόσο λόγω χαμηλής ζήτησης (π.χ. μη τουριστικά σημεία), όσο και λόγω ασφάλειας. Μια δεύτερη επιλογή που έχει αρχίσει να είναι ιδιαίτερα διαδομένη είναι η ενοικίαση των ακινήτων αυτών, ώστε να μετατραπούν σε “dark stores”, από εταιρείες διανομής και αλυσίδες λιανικής. Πρόκειται ουσιαστικά για logistics του λεγόμενου “τελευταίου μιλίου” (last mile), υπηρεσίες δηλαδή που επιτρέπουν την ταχύτερη διανομή ειδών πρώτης ανάγκης, ή προϊόντων σε όσους κάνουν χρήση των σχετικών υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Αντί δηλαδή να αποθηκεύονται τα προϊόντα σε κεντρικές αποθήκες μεγάλης επιφάνειας, κάτι που μεταφράζεται σε αυξημένο χρόνο παράδοσης, επιλέγονται μικρότερες αποθήκες σε διάφορες συνοικίες, προκειμένου να καλύπτονται ταχύτερα οι ανάγκες των καταναλωτών.