ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 20:50
Την ανάγκη θετικής αποταμίευσης από τον ιδιωτικό τομέα επισήμανε ιδιαίτερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σήμερα σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Eurobank.
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκε μελέτη με θέμα “η Αποταμίευση στην Ελλάδα (ή γιατί δεν αποταμιεύουμε)” που εκπονήθηκε από τους καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και την οποία χρηματοδότησε η Eurobank.
Ειδικότερα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι είναι απαραίτητο να επανέλθουμε σε ένα ποσοστό αποταμίευσης στο 9% του ΑΕΠ από -4% που είμαστε σήμερα προκειμένου να συγκρατηθεί το εξωτερικό χρέος, να μειωθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να μπορέσουμε να διατηρήσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με εθνικούς πόρους.
“Το λεγόμενο ‘κενό αποταμίευσης’, με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση“, ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ. Όπως εξήγησε, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, το επίπεδο της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπήρξε από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ. Όπως επισήμανε:
-Τα υψηλά ελλείμματα του δημόσιου τομέα στο παρελθόν επιβάρυναν σημαντικά τα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης.
-Από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα από το 2011 και εμφανίζει το μεγαλύτερο και μάλιστα διευρυνόμενο χάσμα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης (χαμηλότερο κατά περίπου 10 ποσ.μον. του ΑΕΠ).
-Η αποταμίευση των επιχειρήσεων αν και έχει υποχωρήσει το 2023 (10,3% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2022 (12,6% του ΑΕΠ) παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της τριετίας 2017-2019 (8,3% του ΑΕΠ).
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στα αίτια του χαμηλού ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα και τα αντιπαρέβαλε με τη θετική συμβολή του δημοσίου στην εθνική αποταμίευση, μέσω της σημαντικής μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τα τελευταία χρόνια.
Την χαμηλή αποταμίευση των νοικοκυριών την απέδωσε κυρίως: Α) στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση, Β) στο ασφαλιστικό σύστημα, που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση, Γ) στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση και Δ) στην έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει το υψηλότερο αντίστοιχο ασφαλιστικό κενό στην ευρωζώνη.
Χαρακτηριστικά της αποταμίευσης των νοικοκυριών
Όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, το πρόβλημα του εγχώριου αποταμιευτικού κενού εντοπίζεται κυρίως στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Η αποταμίευση των νοικοκυριών σημείωσε κατακόρυφη πτώση κατά τη διάρκεια της κρίσης, από 9,0% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2009, σε αρνητική αποταμίευση -4% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2022. Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει σταθεροποιηθεί σε περίπου 13% του διαθέσιμου εισοδήματος από το 2011 και έπειτα.
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς σε σχέση με την ΕΕ.
Ο μικρός όγκος ενεργητικού των θεσμικών επενδυτών στη χώρα σχετίζεται και με τις στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα, πριν από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, το ύψος των συντάξεων ήταν τόσο υψηλό ώστε να εγγυώνται ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα του 100% σε μελλοντικούς συνταξιούχους. Σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη, περιορίζονταν έτσι σημαντικά τα κίνητρα για αποταμίευση και ειδικά για επενδύσεις σε κινητές αξίες. Παρότι τα ποσοστά αναπλήρωσης από το διανεμητικό πυλώνα έχουν υποχωρήσει, η Ελλάδα παραμένει ουραγός όσον αφορά το μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, αν και η πρόσφατη δημιουργία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) δημιουργεί προϋποθέσεις για βελτίωση.
Από την άλλη πλευρά, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και το υψηλό επίπεδο της παραοικονομίας στη χώρα (όπως π.χ. αποτυπώνεται από τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην οικονομία, καθώς και το μεγάλο κενό ΦΠΑ) μειώνουν το πραγματικό επίπεδο αποταμίευσης, καθώς και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι η παραοικονομία διογκώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης, από 15% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο το 2000-09 σε 26% του ΑΕΠ το 2015. Κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού αποταμίευσης.
Η μείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις των νοικοκυριών (σε καταθέσεις, μετρητά, μετοχές, ομόλογα και άλλα επενδυτικά προϊόντα) μειώθηκαν από 22 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2007-09 σε αποεπένδυση ύψους 6,3 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-19, ενώ, λόγω της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, με τη μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων τα νοικοκυριά έστρεψαν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό.
Μέτρα για την ενίσχυση της αποταμίευσης στην Ελλάδα
Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε παράλληλα ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών και του ιδιωτικού τομέα εν γένει.
Καταπολέμηση φοροδιαφυγής
Για την επίτευξη βιώσιμης αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με μόνιμο τρόπο διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, όπως η σχετικά υψηλή φοροδιαφυγή που σχετίζεται με την παραοικονομία. Η μείωση της φοροδιαφυγής θα συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου αποταμίευσης στη χώρα.
Ως εκ τούτου, τα μέτρα της κυβέρνησης για το νέο τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών και την περαιτέρω ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ενίσχυση του ανταγωνισμού τραπεζικού στον τομέα – Αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας
Παράλληλα, η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, με τη δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πυλώνα, θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας, ενθαρρύνοντας τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών.
Ενίσχυση της αποταμίευσης μέσω της ανάπτυξης της αγοράς κεφαλαίων
Συνδετικοί κρίκοι μεταξύ αποταμίευσης, επενδύσεων και ανάπτυξης είναι οι αγορές κεφαλαίων και οι τράπεζες. Ειδικότερα, στην Ελλάδα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης της χρηματοδότησης από τις αγορές κεφαλαίων, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτές δεν αξιοποιούνται σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, όπως είχε επισημανθεί και στην Έκθεση Πισσαρίδη (2020), απαιτείται βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων. Επιπλέον, χώρες με υψηλότερη αποταμίευση τείνουν να έχουν ανεπτυγμένες κεφαλαιαγορές. Συνεπώς, είναι κρίσιμο να αναπτυχθεί περαιτέρω η αγορά κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί πρωτίστως στην παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων έτσι ώστε να τονωθεί η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, σε συνδυασμό με μέτρα για την προαγωγή του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, δεδομένου ότι το επίπεδο εκπαίδευσης επηρεάζει σημαντικά τη συμμετοχή των νέων στην αποταμίευση.
Ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος (κοινωνική ασφάλιση)
Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος εισφορών στην επικουρική ασφάλιση το 2021 είναι αναμφίβολα μια πολιτική ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης.
Εκτιμάται ότι η μεταρρύθμιση θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων ασφαλισμένων προς το ασφαλιστικό σύστημα και θα καλλιεργήσει κουλτούρα ιδιωτικής αποταμίευσης, η οποία αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη όχι μόνο για τους ασφαλισμένους, αλλά και για την εθνική οικονομία γενικότερα. Μέσα από το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα δημιουργηθούν αποθεματικά, τα οποία μέσω της επένδυσής τους θα συμβάλουν στην ενίσχυση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου.
Ενίσχυση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού (ιδιωτική ασφάλιση)
Η ενίσχυση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για να αλλάξει η εδραιωμένη πεποίθηση των Ελλήνων ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να καλύψει κάθε ανάγκη τους.
Με δεδομένη τη σημαντική συμβολή της ιδιωτικής ασφάλισης στην ελληνική οικονομία, αλλά και το χαμηλό βαθμό διείσδυσης σε σύγκριση με τις πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, θα μπορούσαν να εξεταστούν: η παροχή κινήτρων (φορολογικών και άλλων) για μακροχρόνια αποταμίευση, συντάξεις και υγεία και η εισαγωγή σχημάτων υποχρεωτικών ασφαλίσεων (π.χ. για φυσικές καταστροφές, σεισμούς). Παράλληλα θα μπορούσε να εξεταστεί η θεσμοθέτηση συμπληρωματικού ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Δράσεις ενίσχυσης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού
Τέλος, ο χρηματοοικονομικός αλφαβητισμός βοηθά τα άτομα να σχεδιάζουν για το μέλλον, κατανοώντας έννοιες όπως ο συνταξιοδοτικός προγραμματισμός, και η ασφάλιση. Τους δίνει τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις κατάλληλες μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές αποφάσεις, όπως η αποταμίευση για τη συνταξιοδότηση, η δημιουργία κεφαλαίου έκτακτης ανάγκης και η προστασία των περιουσιακών τους στοιχείων.
Άλλωστε, η πρόσθετη πίεση την οποία ασκεί η δημογραφική γήρανση στα συνταξιοδοτικά συστήματα απαιτεί υψηλότερα επίπεδα χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού. Τα άτομα ζουν περισσότερο, αλλά αποταμιεύουν αναλογικά λιγότερο, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά τις αποταμιεύσεις για την τρίτη ηλικία. Η έλλειψη σωστού συνταξιοδοτικού-αποταμιευτικού προγραμματισμού συνεπάγεται ότι τα άτομα είναι δυνητικά απροετοίμαστα για τις οικονομικές προκλήσεις της τρίτης ηλικίας.
Βελτίωση της διάρθρωσης της οικονομίας μέσα από την προώθηση μεταρρυθμίσεων
Ο καθοριστικός παράγων όμως είναι ο εκσυγχρονισμός του παραγωγικού υποδείγματος της οικονομίας μέσα από την προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και σε αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος με ρυθμό υψηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, από κοινού με μέτρα πολιτικής για την ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης, θα έχουν ως αποτέλεσμα αφενός τη σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας των Ελλήνων πολιτών με αυτό του μέσου όρου της ΕΕ και αφετέρου ένα χαμηλό επίπεδο ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες επιλογές και μέτρα πολιτικής για την ενίσχυση της ιδιωτικής αποταμίευσης”, ανέφερε κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας: “Ωστόσο, ακόμη και αν εφαρμοστούν όλες μαζί με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και αποφασιστικότητα, η αποταμίευση των νοικοκυριών αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά. Δεδομένου όμως ότι η Ελλάδα είναι μια ανοικτή οικονομία, έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την απόκλιση αποταμιεύσεων-επενδύσεων, μεταξύ άλλων, με εισροή κεφαλαίων μέσω επενδύσεων χαρτοφυλακίου και ξένων άμεσων επενδύσεων. Στο βαθμό που τα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία σε υλικό και άυλο κεφάλαιο (π.χ. ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσια περιουσία κ.λπ.) αποτελούν ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες και προσφέρουν καλές αποδόσεις, η χρηματοδότηση της οικονομίας θα συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Συνεπώς, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, παράλληλα με συνθήκες πολιτικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα υποβοηθήσει την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Τα κεφάλαια αυτά, εφόσον αφορούν ξένες άμεσες επενδύσεις και κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, θα μπορούν όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν την απόκλιση εγχώριων αποταμιεύσεων-επενδύσεων, αλλά και να υποβοηθήσουν στην αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής με θετικές μεσομακροπρόθεσμες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία”.
Φ. Καραβίας: Θετική η συγκυρία για την εισροή ξένων κεφαλαίων
Κηρύσσοντας την έναρξη της εκδήλωσης, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, ανέφερε: “Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι απόλυτη προτεραιότητα για την οικονομία μας στην παρούσα φάση είναι οι επενδύσεις. Προϋπόθεση, όμως, για να διατηρηθεί μια επενδυτική δυναμική είναι να αξιοποιηθούν όλες οι πηγές χρηματοδότησής της. Η συγκυρία είναι θετική για την εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να αυξηθεί το επίπεδο της αποταμίευσης, ώστε οι επενδύσεις να χρηματοδοτούνται και από εγχώριους πόρους, που προσφέρουν αφενός ανθεκτικότητα απέναντι σε πιθανές εξωγενείς διαταραχές και αφετέρου επανεπένδυση των αποδόσεων στην Ελλάδα και διατήρηση ενός ενάρετου επενδυτικού κύκλου. Από αυτή την οπτική, η ενίσχυση της κουλτούρας αποταμίευσης, στην οποία η Eurobank συμβάλλει και ως διάδοχος του ιστορικού Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, είναι κρίσιμη για την μακροπρόθεσμη μετάβαση της χώρας σε ένα υγιές, ανθεκτικό και βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο.”
Στον χαιρετισμό του ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μεταξύ άλλων δήλωσε: “Το φαινόμενο της χαμηλής αποταμίευσης στην Ελλάδα δεν είναι σημερινό. Ακόμα και πριν την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας αποταμιεύαμε λιγότερο από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες – αλλά και σε σχέση με χώρες που έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Χρειάζεται λοιπόν μια συνολική στρατηγική ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών: Με διασφάλιση ενός εύρωστου και ανταγωνιστικού τραπεζικού συστήματος και αποτελεσματική λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Με ανάπτυξη κεφαλοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων υψηλών αποδόσεων. Με παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων προς τους αποταμιευτές – υπενθυμίζω την κατάργηση του φόρου στα έντοκα γραμμάτια. Με ενδυνάμωση της οικονομικής εκπαίδευσης των πολιτών. Ενώ βέβαια και το κράτος οφείλει να δίνει το καλό παράδειγμα δαπανώντας αυτά που έχει και όχι αυτά που δεν έχει”.
Στο προλογικό του σημείωμα στη μελέτη, ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Eurobank, Γιώργος Π. Ζανιάς, επισημαίνει: “Τιμώντας σταθερά την παράδοση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, διαχρονικού συμβόλου της εθνικής αποταμίευσης, η Eurobank υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο με στόχο την αύξηση της αποταμίευσης, η οποία συνδέεται στενά με την μακροχρόνια ανάπτυξη μιας οικονομίας. Όπως διαπιστώνεται και στην αξιόλογη μελέτη, των τριών επιφανών καθηγητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η χώρα μας σήμερα σε όρους εθνικής αποταμίευσης βρίσκεται στην τελευταία θέση, όχι μόνο της Ευρωζώνης, αλλά και όλων των αναπτυγμένων χωρών και όλοι καλούμαστε να συμβάλλουμε για την αναστροφή των δυσμενών αυτών δεδομένων. Η Eurobank, πρωτοστατώντας στην προώθηση εθνικών στόχων, όπως άλλωστε εδώ και τρία χρόνια πράττει και στο κρίσιμο πεδίο του δημογραφικού, ξεκινά την προσπάθεια ανάπτυξης του δημοσίου διαλόγου και για την ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης ενώ θα προσπαθήσει και μέσω άλλων και τραπεζικών πρωτοβουλιών να συνδράμει στην επίτευξη αυτού του στόχου”.
Τα συμπεράσματα της μελέτης
Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, εξετάστηκαν σε συζήτηση που είχαν οι τρεις συγγραφείς της έρευνας, Καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Σαράντης Καλυβίτης, κα Μαργαρίτα Κατσίμη και κ. Θωμάς Μούτος, με συντονιστή τον Επικεφαλής Οικονομολόγο του Ομίλου Eurobank, κ. Τάσο Αναστασάτο.
Στα αίτια περιλαμβάνονται δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, όπως το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης και ιδιοκατοίκησης, οι υψηλές δαπάνες στέγασης και, προ κρίσεως, το υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης συντάξεων που αποθάρρυνε την προληπτική αποταμίευση.
Σημειώθηκε μάλιστα ότι το μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (αλλά σε σπίτια που δεν βαρύνονται με δάνεια) οδηγούν σε μια κατάσταση όπου μειώνεται το ενδιαφέρον για αποταμίευση για μια δύσκολη στιγμή.
Η έρευνα τονίζει παράλληλα ότι τα χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις δεν αποτελούν καίριο παράγοντα.
Στις προτάσεις πολιτικής που διατυπώνονται στην έρευνα συγκαταλέγονται δημοσιονομικά ουδέτερες φορολογικές παρεμβάσεις, καθώς και μια σειρά προτάσεων για τη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μέσω της παροχής πληροφόρησης και εκπαίδευσης και συμπεριφορικές προσεγγίσεις για την ενθάρρυνση της συμμετοχής σε πρόσθετα συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Στην έκθεση τονίζεται εξάλλου ότι η αποταμίευση στην Ελλάδα ήταν διπλάσια το 1960 απ’ ό,τι είναι σήμερα.