7.2 C
London
Tuesday, December 10, 2024

Γερμανία: Τι έφερε την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς

Date:

Related stories

Του Κώστα Ράπτη

Μερικές συμπτώσεις δεν είναι ακριβώς συμπτώσεις. Και η κατάρρευση του υπό τον Όλαφ Σολτς τρικομματικού ομοσπονδιακού συνασπισμού της Γερμανίας, μόλις μία ημέρα μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, θα πρέπει να συμπεριληφθεί σε αυτές.

Η ανατροπή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αφήνει έκθετες τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες συντάχθηκαν με την κυβέρνηση Μπάιντεν στον νεοψυχροπολεμικό της οίστρο, μόνο και μόνο για να βρεθούν τώρα υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν, χωρίς καμία ουσιαστική προετοιμασία για αυτό, έναν Τραμπ μαινόμενο κατά των “τζαμπατζήδων” (freeriders) στα θέματα της ασφάλειας και έτοιμο να οχυρώσει την Αμερική πίσω από ένα τείχος δασμών.

Χώρες όπως η Γερμανία, πληρώνουν ήδη το τίμημα της ταχείας αποβιομηχάνισης, πρωτίστως λόγω της απώλειας της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, ενώ κινδυνεύουν και να συρθούν σε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, την προνομιακή εξαγωγική τους αγορά. Παραλλήλως χάνουν το τρένο της καινοτομίας, καθώς η εμμονή των “μηδενικών ελλειμμάτων” έχει ισοπεδώσει τις δημόσιες επενδύσεις και έχει υπονομεύσει τις υποδομές, ενώ ο ρυθμιστικός κλοιός των Βρυξελλών γίνεται όλο και πιο άκαμπτος.

Σολτς και Μακρόν ανακαλύπτουν ανάστατοι την ανάγκη για “στρατηγική ενηλικίωση” της Ευρώπης, γεγονός που προϋποθέτει τολμηρότερα βήματα πολιτικής και άρα και δημοσιονομικής ενοποίησης της Ευρώπης. Όμως το Βερολίνο έχει αφιερώσει την προηγούμενη δεκαπενταετία ακριβώς στην αποτροπή αυτού του ενδεχομένου.

Τα πορτοφόλια πρέπει να ανοίξουν – σε ευρωπαϊκό, αλλά και εγχώριο επίπεδο, προκειμένου να υπάρξει ένα άλμα από την στασιμότητα. Ωστόσο, ο προϋπολογισμός που καλείται να καταθέσει η κυβέρνηση Σολτς τις επόμενες ημέρες, διαμορφώνεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία επιβάλλει περικοπή δαπανών ύψους 25 δισ. ευρώ.

Σε αυτό το τοπίο, ο Κρίστιαν Λίντνερ υπουργός Οικονομικών και ηγέτης του συγκυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP), το οποίο απειλείται να βρεθεί εκτός Μπούντεσταγκ στις επόμενες εκλογές, σχεδίασε μία “ηρωική έξοδο” από το κυβερνητικό σχήμα, την οποία ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σολτς, κινούμενος λίγο ταχύτερα, την μετέτρεψε σε αποπομπή.

Ο Λίντνερ απέστειλε προς τους συγκυβερνώντες κείμενο (το οποίο προφανώς διέρρευσε) με το οποίο ζητά, έναν χρόνο πριν από την προγραμματισμένη λήξη της θητείας της κυβέρνησης, ριζική ανατροπή πολιτικών, με κυριότερα σημεία την αναίρεση των μέτρων για την κλιματική μεταβολή, την περιστολή της γραφειοκρατίας, καθώς και την θέσπιση φοροαπαλλαγών για τα ισχυρότερα εισοδήματα και περικοπών στις συντάξεις. Πρόκειται για μια οιονεί τραμπική συνταγή, η οποία έφερε στον Λίντνερ κάποια άμεσα δημοσκοπικά οφέλη (άνοδο στην 13η από την 16η θέση της κατάταξης των πολιτικών ως προς την δημοτικότητα και αύξηση του ποσοστού πρόθεσης ψήφου υπέρ του FDP από το 4% στο 4,5%).

Όμως η συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής το βράδυ της Τετάρτης εξελίχθηκε σε ανταλλαγή τελεσιγράφων, που απορρίφθηκαν αμφότερα: ο μεν Σολτς ζήτησε από τον Λίντνερ την άρση του συνταγματοποιημένου “φρένου χρέους”, ο δε υπουργός Οικονομικών πρότεινε στον καγκελάριο την συντεταγμένη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ακολούθησε η λύση της κυβερνητικής τους συνεργασίας και η δημόσια ανταλλαγή κατηγοριών για το ποιος βάζει τις ιδιαίτερες βλέψεις του πάνω από τις ανάγκες της χώρας.

Με αυτά τα δεδομένα, η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών τον Μάρτιο αναμένεται να είναι η πιθανότερη έκβαση της ψηφοφορίας που θα προκαλέσει ο Σολτς στις 15 Ιανουαρίου για ανανέωση της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου προς την κυβέρνηση. Το ποια κυβερνητική λύση θα μπορούσε να προκύψει, ακόμη και μετά τις κάλπες, εν μέσω του κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού, είναι ένα αίνιγμα.

Σε τόνους μάλλον χλευαστικούς, του Eurointelligence κάνει λόγο για “Λίστα του Λίντνερ”. Υποστηρίζει ότι όσο και αν είναι επαινετή η πρόθεση περιορισμού της γραφειοκρατίας, οι προτάσεις του υπουργού Οικονομικών δεν συνιστούν σοβαρή συμβολή στη συζήτηση. Για την ακρίβεια, δεν αναφέρουν τίποτε για την μεταρρύθμιση που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη έχει ανάγκη η Γερμανία: το σπάσιμο του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στις πολιτικά ελεγχόμενες τράπεζες και τις απαρχαιωμένες βιομηχανίες που αυτές χρηματοδοτούν.

Η άμεση αιτία της διαρθρωτικής στασιμότητας της Γερμανίας είναι, κατά την ίδια ανάλυση, η τεχνολογική παρακμή της χώρας και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που δεν την αντιμετωπίζει. Την ώρα που γερμανικές επιχειρήσεις σαν την Volkswagen αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες στην Πορτογαλία ή την Σλοβακία, το γερμανικό πολιτικό σύστημα αγνοεί βασικές εμπορικές πραγματικότητες. Για όποιον επιδιώκει έναν ρόλο στον 21ο αιώνα, προέχει η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, υποστηριζόμενης από ένα κοινό asset, καταλήγει το Eurointelligence. Και δεν χρειάζεται να μαντέψουμε ποιος θα αντιταχθεί περισσότερο σε αυτό.

Latest stories

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here