-|-
Παρότι όλοι στις Βρυξέλλες αναγνωρίζουν την ανάγκη για εμβάθυνση και μονιμοποίηση της κοινής αναπτυξιακής προσπάθειας που ξεκίνησε το 2020, με τα 723 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, κανείς ακόμη δεν θέλει να ανοίξει επίσημα τη συζήτηση για την “επόμενη μέρα”.
Τα τελευταία τρία χρόνια η ΕΕ είχε τις βαρύτερες συνέπειες από την πανδημία του κορονοϊού και, πολύ περισσότερο, από την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Τρανό παράδειγμα είναι το φάσμα της ύφεσης που αντιμετωπίζει η Γερμανία, λόγω της “απεξάρτησης” από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, μέχρι στιγμής ισχύει η απόφαση του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος εμπνεύστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε το 2020 το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Με βάση την απόφαση του 2020, το τεράστιο αναπτυξιακό πακέτο θα ολοκληρωθεί στα μέσα του 2026 και δεν θα παραταθεί ή επαναληφθεί στο μέλλον.
Όπως φαίνεται, όμως, η πορεία υλοποίησης του ΤΑΑ δεν είναι η αναμενόμενη. Τούτο με δεδομένο ότι στη μέση του προγράμματος, με την Επιτροπή να εγκρίνει τα αναθεωρημένα προγράμματα της Ελλάδας και άλλων χωρών, έχουν διατεθεί μόνο 220,5 δισ. ευρώ από τα συνολικά 723 δισ. ευρώ του προγράμματος.
Προς το παρόν η Κομισιόν, η οποία έχει καλύτερη εικόνα για τη διεθνή κατάσταση, υποβάλλει εμμέσως τον προβληματισμό για την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Στη σύσκεψη του πρώτου Eurogroup της χρονιάς, στις 15 του μήνα, συζητήθηκε –ξανά– η έκθεση για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, που έχει συντάξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στο κείμενό της η Κομισιόν τονίζει ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν και να κινητοποιήσουν και ιδιωτικά κεφάλαια. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ΕΕ υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα σε ψηφιακές επενδύσεις. Στα θετικά, η έκθεση σημειώνει την πρόοδο της Ε.Ε. σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στην “πράσινη” ενέργεια. Η έκθεση αυτή θέτει εμμέσως τη συζήτηση για τη συνέχιση της κοινής αναπτυξιακής προσπάθειας που ξεκίνησε με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και μια παλαιότερη μελέτη της Κομισιόν για το κόστος της ολοκλήρωσης της προσπάθειας μετάβασης της Ε.Ε. σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων έως το 2050. Στην έκθεση αυτή η Επιτροπή κατέληγε ότι για την επίτευξη του στόχου θα χρειαστούν, πέρα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, άλλα 600 δισ. ευρώ επενδύσεων, κυρίως από τα κράτη-μέλη, τα οποία θα πρέπει να μεριμνήσουν για να κινητοποιηθούν παράλληλα και ιδιωτικά κεφάλαια.
Μόνιμο αναπτυξιακό κεφάλαιο
Μια τρίτη απόπειρα για τη δημιουργία ενός μόνιμου αναπτυξιακού “πακέτου” περιλαμβάνεται στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι συμφωνήθηκαν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Μαζί με τους νέους κανόνες και τα νέα μεγέθη και διαδικασίες με βάση τα οποία θα κρίνονται τα κράτη-μέλη, από 1/1/2024, υπάρχει και ο κανονισμός της διάσωσης των χωρών που αντιμετωπίζουν επιβράδυνση ή ύφεση.
Ο κανονισμός προβλέπει, εκτός από το πάγωμα των δημοσιονομικών στόχων για το κράτος που έχει πρόβλημα, και την παροχή έκτακτης αναπτυξιακής βοήθειας, ώστε να ανακάμψει το ταχύτερο δυνατό και να συνεχίσει να μειώνει το χρέος και το έλλειμμά του. Η δυνατότητα αυτή απαιτεί ικανή “δύναμη πυρός” σε κεντρικό επίπεδο, η οποία θα πρέπει να είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει ένα έτοιμο κεφάλαιο επενδύσεων, το οποίο θα κινητοποιείται για όσο χρειαστεί, στοχεύοντας στο να ανακάμψουν μία ή και περισσότερες χώρες που θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα.
Τι βλέπει η Αθήνα
Στην Αθήνα, αρμόδια στελέχη τηρούν στάση αναμονής απέναντι σε οποιαδήποτε εξέλιξη. Θυμίζουν ότι στην πρόταση της Ελλάδας για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων υπήρχε η ιδέα της δημιουργίας του κοινού κεφαλαίου για την αρωγή των κρατών-μελών που θα έχουν στο μέλλον δημοσιονομικά προβλήματα.
Σημείωναν, πάντως, ότι το πρόβλημα, και αυτήν τη φορά, όπως και σε κάθε άλλη ανάλογη προσπάθεια κατά το παρελθόν, εντοπίζεται κυρίως στη χρηματοδότηση. Τούτο διότι η συνεισφορά πόρων με βάση τη συμμετοχή στο ΑΕΠ καταλήγει στο να έχουμε πάλι τον “πλούσιο” ευρωπαϊκό Βορρά να χρηματοδοτεί τον “φτωχότερο” ευρωπαϊκό Νότο.
Παραδέχονταν, ωστόσο, ότι τα πακέτα του προέδρου Μπάιντεν των 645 δισ. δολαρίων για την ενίσχυση της βιομηχανίας, αλλά και τα 1,2 τρισ. που έδωσε η Κίνα στη δική της βιομηχανία, απαιτούν απάντηση και από την Ευρώπη, και μάλιστα σύντομα. Εκτιμούσαν δε ότι, αν οι δημοσκοπήσεις συνεχίσουν να είναι υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ και δεν υπάρξει αλλαγή υποψηφίου από τους Δημοκρατικούς πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, τότε η συζήτηση για άμεση αναπτυξιακή βοήθεια μπορεί να ξεκινήσει πριν από το τέλος του χρόνου.
Ερωτήσεις για το μέλλον
Εκτός, όμως, από τη χρηματοδότηση της μελλοντικής κοινής αναπτυξιακής προσπάθειας, θα πρέπει να απαντηθούν μια σειρά από ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τον χρόνο και τη μορφή που θα έχει αυτό το “κοινό κεφάλαιο”, αν ποτέ υπάρξει.
Βασικό είναι το ερώτημα αν θα υπάρχει βούληση να έχουμε μια κοινή προσπάθεια ή ο ευρωπαϊκός Βορράς θα “εθνικοποιήσει” τη στήριξη στην ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ασύμμετρο αποτέλεσμα στην προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας εντός της ΕΕ.
Ακόμα ένα κρίσιμο ερώτημα είναι, στην περίπτωση που η συνέχεια του ΤΑΑ προχωρήσει, αν η Ευρώπη θα δείξει αντανακλαστικά, παίρνοντας γρήγορα αποφάσεις, ή θα ακολουθήσει την τακτική της “συμφωνίας στο παραπέντε”, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να βρεθεί οριστικά πίσω από ΗΠΑ και Κίνα.
Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν έχει τεθεί ακόμη προς συζήτηση, αφού το θέμα εξετάζεται μόνο στο περιθώριο των διεθνών συνόδων και κανείς δεν δίνει την αφορμή για μια πρώτη δημόσια συζήτηση.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο” φ. 741.